Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ


  Τα Τάγματα Ασφαλείας ιδρύθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη τον Ιούνιο του 1943 με σκοπό να παίξουν ένα μεταβατικό ρόλο ανάμεσα στο τέλος της Κατοχής και την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ο εμπνευστής της ιδρύσεως τους δεν ήταν ο Ράλλης αλλά οι δημοκρατικοί βενιζελικοί αξιωματικοί Γονατάς και Πάγκαλος, οι οποίοι μακροπρόθεσμα απέβλεπαν στην δημιουργία ενός ένοπλου αντιβασιλικού σώματος που θα απέτρεπε τον βασιλιά από το να επιστρέψει στην Ελλάδα. Επειδή όμως οι Γερμανοί δεν εμπιστεύονταν τον Πάγκαλο, ανέθεσαν στο νεοδιορισμένο πρωθυπουργό Ράλλη την ίδρυσή τους.
 Αυτός ο αρχικά αντιβασιλικός χαρακτήρας των Τ.Α δεν κράτησε πολύ, διότι λειτουργούσε αποτρεπτικά για την ένταξη σε αυτά των βασιλοφρόνων αξιωματικών. Επίσης, το ενδεχόμενο της σύγκρουσης με την εξόριστη φιλοβασιλική ελληνική κυβέρνηση και κατ’επέκταση με τους Συμμάχους σε περίπτωση απόβασής τους, δεν ενθουσίαζε κανέναν.

 Στην αρχή η ίδρυση των Ταγμάτων προχωρούσε με αργούς ρυθμούς. Λίγοι εθελοντές προσήλθαν, ενώ και οι Γερμανοιταλοί δεν ήταν πρόθυμοι να τα εξοπλίσουν. Οι περισσότερες επιφυλάξεις ήταν από την ιταλική πλευρά. Μετά όμως από την συνθηκολόγηση και την αποχώρηση των Ιταλών, οι Γερμανοί τελικώς άρχισαν να τα εξοπλίζουν, αρνούμενοι όμως την ίδρυση Ταγμάτων στην Θεσσαλονίκη όπως αρχικά προβλεπόταν.
Παράλληλα, ο Ράλλης που ήταν παλιός βασιλόφρων προσήλκυσε βασιλικούς αξιωματικούς, καταργώντας έτσι τον αντιμοναρχικό χαρακτήρα των Ταγμάτων. Συγχρόνως διευκρινίστηκε ότι τα Τάγματα δεν θα στρέφονταν κατά των Συμμάχων σε περίπτωση απόβασης, ούτε βέβαια κατά των Γερμανών. Ο ρόλος τους θα ήταν καθαρά αντικομμουνιστικός.
  Τα Τ.Α λοιπόν δεν πολεμούσαν για την νίκη του Άξονα και των Γερμανών. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τον χρόνο της ίδρυσής τους. Ιδρύθηκαν όταν πλέον η τροπή του πολέμου είχε γυρίσει για τα καλά εις βάρος του Άξονα και μεγάλωσαν την δύναμή τους μες στο 1944 όταν πλέον ο πόλεμος είχε κριθεί και η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα ήταν θέμα χρόνου.
 ‘Ηταν μεν συνεργαζόμενοι των Γερμανών, αλλά δεν απετέλεσαν μέρος του γερμανικού στρατού, γι'αυτό και δεν απεχώρησαν με τους Γερμανούς. Μαζί με τους Γερμανούς απεχώρησαν μόνο οι μικρές μονάδες ατάκτων του Πούλου και του Σούμπερτ που δρούσαν στην Μακεδονία.

 Η ακριβής ονομασία τους ήταν Τάγματα Ευζώνων (σε Αθήνα, Πάτρα, Αγρίνιο, Ναύπακτο). Στην νότια Πελοπόννησο και στην Εύβοια ιδρύονταν πρότυπα Τάγματα Χωροφυλακής, με πρωτοβουλία των ντόπιων. Γενικότερα επικράτησε η γενική ονομασία Τάγματα Ασφαλείας διότι αυτά τα ένοπλα σώματα πρακτικά υποκαθιστούσαν τον ρόλο των Σωμάτων Ασφαλείας, κυρίως της Χωροφυλακής.

Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να ενταχθεί κάποιος στα Τ.Α. Οι αριστεροί αρέσκονται να πιστεύουν ότι σε αυτά πήγαιναν οι "προδότες". Αυτό όμως δεν λέει κάτι διότι οι αριστεροί προσπαθούν να βγάλουν "προδότες" όλους αυτούς που δεν ήταν τότε στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
 Για να αντιληφθεί κανείς σωστά τους λόγους ένταξης Ελλήνων στα Τ.Α θα πρέπει να μελετήσει κάθε περιοχή ξεχωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της.

 Τα Τ.Α είχαν μεγάλο έρεισμα και απήχηση στην Πελοπόννησο. Αυτό συνέβη διότι είχαν προηγηθεί οι βίαιες επιθέσεις του ΕΛΑΣ το 1943 εναντίον της αντιστασιακής οργάνωσης Ελληνικός Στρατός και άλλων μικρότερων εθνικών αντιστασιακών ομάδων που είχαν ανέβει στον βουνό. Όλοι αυτοί διαλύθηκαν με την βία από τον ΕΛΑΣ, και παράλληλα έγιναν εκτεταμένες διώξεις εις βάρος των αντιφρονούντων (αυτοί ήταν "προδότες" και αντιδραστικοί κατά το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ). 
 Μοιραία ο λαός της Πελοποννήσου αντέδρασε και στήριξε τα Τ.Α, στα οποία εντάχθηκαν πρώην αντιστασιακοί που είχαν υποστεί επιθέσεις από τον ΕΛΑΣ (π.χ. Κοκκώνης, Στούπας, Προκοπίου κτλ) φίλοι και συγγενείς τους, (ο Λεωνίδας Βρεττάκος αδελφός του αντιστασιακού ίλαρχου Τηλέμαχου Βρεττάκου που δολοφονήθηκε απ΄τον ΕΛΑΣ)  συγγενείς θυμάτων του ΕΛΑΣ ή άνθρωποι που ήθελαν απλά να προστατευτούν από την αριστερή τρομοκρατία. Η λαϊκή απήχηση που είχαν τα Τ.Α στην Πελοπόννησο και η ολοένα αυξανόμενη δύναμή τους ήταν άλλωστε ένας απ’τους λόγους που κατέβηκε εκεί το καλοκαίρι του 1944 ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη  και με το Τάγμα Ευζώνων της Ναυπάκτου. Αυτό στελεχώθηκε από επιζήσαντες αντάρτες του 5/42 του Ψαρρού. Περίπου 100 εξ’αυτών με επικεφαλής τον ταγματάρχη Καπετζώνη που γλίτωσαν από την μανία του ΕΛΑΣ εντάχθηκαν στο Σύνταγμα Ευζώνων Πατρών και μετά πέρασαν στην Ναυπάκτο, όπου αποτέλεσαν και τον πυρήνα του νέο-ιδρυθέντος Τάγματος Ευζώνων τον Ιούνιο του 1944. Σε αυτό εντάχθηκαν και ντόπιοι αξιωματικοί που άνηκαν πρωτύτερα στον ΕΔΕΣ αναπτύσσοντας αντιστασιακή δράση. Μετά όμως από την διάλυση από τον ΕΛΑΣ των τμημάτων του ΕΔΕΣ στην Ναυπακτία -και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία- αλλά και την διάλυση του 5/42 στην γειτονική Φωκίδα τον Απρίλιο του 1944, οι αξιωματικοί είχαν μείνει εκτεθειμένοι απέναντι στις εχθρικές διαθέσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, και ο μοναδικός τρόπος αυτοπροστασίας τους ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας.

 Στην Αθήνα, η βάση των Ταγμάτων ήταν η Φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Σταδιακά ιδρύθηκαν άλλα 3 Τάγματα. Αρχικά η κατάταξη ήταν εθελοντική. Επειδή όμως είχαν παρουσιαστεί αυθαιρεσίες από τυχοδιωκτικά περιθωριακά στοιχεία ή από εξαθλιωμένους ανθρώπους που εντάσσονταν για λόγους οικονομικούς, στην πορεία θεσπίστηκαν οι ατομικές προσκλήσεις.
 Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι τα Τάγματα Ευζώνων της Αθήνας ίσως ήταν λιγότερο ποιοτικά από άποψη ανθρωπινού δυναμικού απ΄τα Τάγματα Ασφαλείας της επαρχίας.
 Ο λόγος πιθανότατα έχει να κάνει με το ότι στην Αθήνα ένας αντικομμουνιστής αντιστασιακός μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί σε μία από τις μικρές εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στην πόλη. Αντιθέτως στην Πελοπόννησο ή στην Δυτική Στερεά, τα πρώην μέλη της εκτός-ΕΑΜ αντίστασης δεν είχαν άλλη επιλογή απ’τα Τάγματα. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στην επαρχία ο κανόνας ήταν η ύπαρξη πρώην αντιστασιακών στα Τ.Α, στην Αθήνα αυτό δεν συνέβαινε. Οπότε μοιραία υπήρχαν περισσότερα περιθώρια δράσης για τυχόν αντικοινωνικά στοιχεία.
 Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η αντικοινωνική συμπεριφορά ήταν ο κανόνας στα Τάγματα Ευζώνων της Αθήνας. Σημαίνει απλά ότι ήταν μία υπαρκτή κατάσταση, εν αντιθέσει με άλλες περιοχές της χώρας.

 Η γερμανοκρατούμενη Μακεδονία με τα εξοπλισμένα χωριά ήταν διαφορετική περίπτωση. Εκεί υπήρχε ο Εθνικός Ελληνικός Στρατός. Μία ένοπλη οργάνωση με χαλαρή συνοχή, που αποτελούταν από τις φρουρές διαφόρων εξοπλισμένων χωριών (κυρίως Πόντιων προσφύγων), αλλά και από πρώην μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΑΟ που είχε διαλυθεί αρχές του 1944 απ’τα χτυπήματα του ΕΛΑΣ. Πολλοί -κυρίως αριστεροί- τους έλεγαν ταγματασφαλίτες, αφού τότε εχρησιμοποιείτο καταχρηστικά αυτός ο όρος για όλους όσους εξοπλίζονταν από τους Γερμανούς. Πρακτικά και ουσιαστικά όμως οι άντρες του ΕΕΣ δεν είχαν καμμία σχέση ούτε με τα Τάγματα Ευζώνων ούτε με τα Τάγματα Ασφαλείας της Πελοποννήσου.

Ο κάθε νοήμων αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι αν δεν ήταν η διασπαστική δράση του ΕΛΑΣ που ήθελε να εξολοθρεύσει τις εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις για να καταλάβει την εξουσία μεταπολεμικώς, τότε η προσπάθεια ίδρυσης των Τ.Α θα αποτύγχανε αφού δεν θα υπήρχαν Έλληνες πρόθυμοι να ενταχθούν σε αυτά. Η εμφυλιοπολεμική διασπαστική δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν ο καλύτερος στρατολόγος για τα Τ.Α.
 Αυτό φάνηκε στην περίπτωση της Κρήτης. Η Κρήτη ήταν η μοναδική περιοχή της Ελλάδος όπου ο ΕΛΑΣ συνυπήρχε αρμονικά ή έστω σε καθεστώς αμοιβαίας ανοχής, με την ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρητών). Στην Κρήτη λοιπόν όπου δεν υπήρχαν εκτεταμένες εμφύλιες συγκρούσεις κατά την Κατοχή, δεν ιδρύθηκαν Τάγματα Ασφαλείας.

 Αυτή ήταν μία πρώτη προσέγγιση για τα Τάγματα Ασφαλείας. Το συγκεκριμένο ζήτημα θα απασχολήσει και στο μέλλον το ιστολόγιο, διότι πρόκειται για ένα θέμα αρκετά σκοτεινό που θα πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος μακριά από τις νευροψυχωτικές υβριστικές εμμονές της μεταπολιτευτικής παρακμής.


 Βιβλιογραφία:
- "Πικρές αναμνήσεις 1941-44" του Βασίλειου Σταυρογιαννόπουλου
- "Η ζωή της Κατοχής και τα Τάγματα Ασφαλείας" του Βασίλειου Σταυρογιαννόπουλου
-"Κίτσος Μαλτέζος ο αγαπημένος των θεών" του Πέτρου Μακρή-Στάικου
- "Κατοχή - Η γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-44" του Αννίβα Βελλιάδη
-"Το χρονικό της Εθνικής Αντιστάσεως Πελοποννήσου 1941-45" του Ιωάννη Κοσσιώρη
- Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 105, Αύγουστος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου