Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

1944 – Η Ελευθέρα Ορεινή Ελλάς του ΕΔΕΣ

του Βαγγέλη Τζούκα


 Το 1944 υπήρξε ένα από τα κρισιμότερα έτη της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ήταν τεταμένη και αντικατόπτριζε μείζονος εμβέλειας διαιρέσεις γύρω από το ζήτημα της μεταπολεμικής εξουσίας, καθώς η τροπή του Παγκοσμίου Πολέμου οδηγούσε στην ήττα του Άξονα και στην αναμενόμενη αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Στο πεδίο της κρατικής εξουσίας οι διαιρέσεις αυτές εμφανίζονταν με σαφήνεια, καθώς η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη ήλεγχε μέρος της ελληνικής επικράτειας ενώ το ΕΑΜ προχωρούσε στη συγκρότηση της ΠΕΕΑ (της «κυβέρνησης του βουνού») στις ορεινές περιοχές που κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ.
 Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση του Καΐρου αναγνωριζόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις ως νόμιμη, δεν ασκούσε όμως πραγματική εξουσία στην κατεχόμενη χώρα. Στην παραπάνω εικόνα πρέπει κάποιος να προσθέσει και τις περιοχές της Ηπείρου στις οποίες ασκούσε την εξουσία του ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα και είχαν λάβει την ονομασία ΕΟΕ (Ελευθέρα Ορεινή Ελλάς). Στο σημείωμα αυτό θα εξεταστεί συνοπτικά η κατάσταση που επικρατούσε στον χώρο αυτόν το 1944.
 Ο αντάρτικος αγώνας στην Ήπειρο είχε λάβει μαζικό χαρακτήρα ήδη από το 1943 με τη στράτευση σε δύο ανταγωνιστικές πολιτικά παρατάξεις, του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ.1 Η παρουσία ισχυρής κατοχικής δύναμης αναδείκνυε τη σημασία που απέδιδε η γερμανική ηγεσία στην περιοχή, που θεωρούνταν, μεταξύ άλλων, τομέας ενδεχόμενης συμμαχικής απόβασης. Σταδιακά οι σχέσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις επιδεινώθηκαν και η ανοιχτή εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1943 μετέβαλε οριστικά την κατάσταση, την οποία επιδείνωναν και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανικών στρατευμάτων.

Ανακωχή

Μετά από συνεχείς ανατροπές στο πεδίο της στρατιωτικής επικράτησης συμφωνήθηκε ανακωχή και οι αντιστασιακές οργανώσεις οδηγήθηκαν στη διάσκεψη Μυροφύλλου-Πλάκας (Φεβρουάριος 1944). Η τελική συμφωνία συνιστούσε μια απόπειρα συμβιβασμού υπό την υψηλή εποπτεία των Βρετανών. Οι ευεργετικές της συνέπειες δεν ήταν αμελητέες, σε κάθε περίπτωση όμως οι σχέσεις μεταξύ ΕΑΜ και ΕΔΕΣ είχαν διαρραγεί απόλυτα. Πλέον τα «μέτωπα» ήταν ευδιάκριτα: φρουρές κατά μήκος του Αράχθου χώριζαν τους δύο αντίπαλους στρατούς, ενώ η κατασταλτική πολιτική που είχε υιοθετηθεί και από τις δύο πλευρές προξενούσε αύξηση της πόλωσης. Μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετώπιζε η οργάνωση του Ζέρβα, καθώς περιοριζόταν γεωγραφικά σε ένα τμήμα της Δυτικής Ηπείρου (περιοχές Λάκκας Σουλίου και Ξηροβουνίου), μακριά από τον κύριο κορμό της Πίνδου (τον κατεξοχήν στρατηγικό, δηλαδή, χώρο του αντάρτικου).
 Μετά λοιπόν τη συμφωνία της Πλάκας είχε καταστεί σαφές και στους δύο αντιπάλους ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για μια ευρεία πολιτική προσέγγιση.2 Η ανακωχή που υπογράφηκε δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας στο πεδίο αυτό. Στο πλαίσιο αυτό η πρόσκληση που απηύθυνε το ΕΑΜ στον Ζέρβα για συμμετοχή του τελευταίου στην κυοφορούμενη «κυβέρνηση του βουνού», την ΠΕΕΑ, απορρίφθηκε ασυζητητί. Η απάντηση του Ζέρβα ήταν άμεση και πολυεπίπεδη. Σε πολιτικό επίπεδο έγινε απόπειρα επίτευξης ουσιωδέστερης επικοινωνίας με την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής αλλά και με τους ηγέτες των προπολεμικών κομματικών σχηματισμών. Στο στρατιωτικό πεδίο η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για ανακατατάξεις και αλλαγές στη δομή της οργάνωσης. Η παγίωση του ΕΔΕΣ στις περιφέρειες της Λάκκας Σουλίου και του Ξηροβουνίου έθετε το ζήτημα της ανασυγκρότησης των αντάρτικων μονάδων και του μετασχηματισμού τους σε μεραρχίες, κατά τα πρότυπα του προπολεμικού ελληνικού στρατού. Η διαδικασία της αποκαλούμενης «στρατιωτικοποίησης» ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1944 με τη διάλυση των προγενέστερων σχηματισμών (αρχηγεία, υπαρχηγεία κ.λπ.) και τον σχηματισμό τεσσάρων μεγάλων σωμάτων. Επρόκειτο για τις VIII, ΙΙΙ, Χ και ΙΧ Μεραρχίες των ΕΟΕΑ (Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών), μονάδων βέβαια με μειωμένη στελέχωση σε σχέση με τα τυπικώς προβλεφθέντα.3 Εξαίρεση στη «στρατιωτικοποίηση» αποτελούσαν ορισμένες μονάδες που βρίσκονταν υπό τον ουσιαστικό έλεγχο οπλαρχηγών και δεν μπορούσαν εύκολα να υπαχθούν στο καθεστώς αυτό.

«Εθνικά συμβούλια»

Η Ελευθέρα Ορεινή Ελλάς του ΕΔΕΣ αποτελούνταν λοιπόν κυρίως από τις περιοχές της Λάκκας Σουλίου και του Ξηροβουνίου, φτωχών και άγονων γεωγραφικών ενοτήτων. Η γειτνίαση των δύο αυτών περιφερειών με τα Ιωάννινα ενίσχυε τις αντιλήψεις των ΕΑΜικών στελεχών για ενδεχόμενη «συνεργασία» με τον «εθνικόφρονα» πληθυσμό της πόλης αλλά και με τις αρχές Κατοχής. Στους χώρους πάντως που κυριαρχούσε ο ΕΔΕΣ έγινε μια αξιόλογη απόπειρα θεσμικής οργάνωσης. Η περιφέρεια συγκρότησε ένα «κρατίδιο» με ιδιότυπη δομή. Συγκλήθηκαν δύο μεγάλες πολιτικο-στρατιωτικές συγκεντρώσεις που ονομάστηκαν «Εθνικά Συμβούλια», εκδίδονταν εφημερίδες, λειτουργούσαν νοσοκομεία, ταχυδρομείο, σχολεία κ.λπ.4 Οι διαδικασίες αυτές ευνοούνταν από τη σταθερή βοήθεια της βρετανικής πλευράς προς την οποία ο Ζέρβας απηύθυνε επανειλημμένες αιτήσεις για ενίσχυση του «εθνικού προγεφυρώματος». Στρατηγικός στόχος ήταν η επέκταση των ορίων της ΕΟΕ κυρίως προς το παραλιακό μέτωπο της Πάργας και της Πρέβεζας, εξέλιξη που όντως πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1944. Οι εφοδιοπομπές από τα παράλια της δυτικής Ηπείρου προς την ενδοχώρα συνιστούσαν σαφείς ενδείξεις της σημασίας που αποκτούσε σταδιακά η ύπαρξη της ΕΟΕ.
 Στη συγκυρία του 1944 ανιχνεύονται όλες οι συνιστώσες του διαχωρισμού της ελληνικής κοινωνίας σε δύο παρατάξεις, η καθεμία από τις οποίες περιελάμβανε ποικιλία κοινωνικών συμμαχιών. Η ηγεσία των ΕΟΕΑ είχε συμπράξει απόλυτα με τον ολοένα και περισσότερο αναπτυσσόμενο αντιΕΑΜικό συνασπισμό και τις ποικίλες εκφάνσεις του. Στο στάδιο αυτό ο αντικομμουνισμός κυριαρχούσε απόλυτα στη ρητορική της οργάνωσης.5 Η επικοινωνία με την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής είχε αποκατασταθεί πλήρως μετά την άρση των επιφυλάξεων του Καΐρου για τις διαθέσεις του Ζέρβα και οι παραδοσιακοί κομματικοί ηγέτες είχαν αποδεχτεί τον «εθνικό αγώνα» του Ζέρβα ήδη από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους. Μάλιστα, οι αξιωματικοί που αναπλήρωναν τις ελλείψεις, που είχαν δημιουργηθεί μετά τα γεγονότα της εμφύλιας σύγκρουσης, προέρχονταν κυρίως από τον χώρο των βασιλοφρόνων. Η συμφωνία του Λιβάνου επικύρωνε, από την πλευρά του ΕΔΕΣ, το αυξημένο ειδικό βάρος της οργάνωσης και της ΕΟΕ στη συγκυρία, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν και του γεγονότος της προηγηθείσης εξουδετέρωσης του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων και της δολοφονίας του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού.6

Εύθραυστη ισορροπία

Εντάσεις δημιουργούσε ακόμα και η εύθραυστη ισορροπία που είχε επιτευχθεί μετά τη συμφωνία της Πλάκας. Στη διαφιλονικούμενη περιοχή της Πρέβεζας, κυρίως στην περιφέρεια Ζαλόγγου, παρέμενε απομονωμένο το 24ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε ανασυγκροτηθεί μετά την προσωρινή διάλυσή του. Σταδιακά, οι δύο οργανώσεις οδηγήθηκαν στη σύγκρουση. Τον Ιούνιο του 1944, το ΕΛΑΣίτικο Σύνταγμα υπέστη επίθεση και εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή και να διεκπεραιωθεί με πλοιάρια στο Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας.7 Στην περιοχή της Πρέβεζας η πόλωση έφτασε σε υψηλό επίπεδο και οδήγησε σε πυρπολήσεις χωριών, ξυλοδαρμούς, δολοφονίες, μαζικές συλλήψεις, λεηλασίες. Στον χώρο του Λάκμωνα, στα βόρεια των Τζουμέρκων, τοπικές αψιμαχίες συνέβαιναν συχνά ανάμεσα στις δύο οργανώσεις.8 Ιδιαίτερη ένταση επικρατούσε και στη Θεσπρωτία, όπου διεξήχθησαν και μερικές από τις σημαντικότερες μάχες των ΕΟΕΑ εναντίον των Γερμανών (όπως η μάχη της Μενίνας τον Αύγουστο του 1944). Στην περιοχή αυτή, το καλοκαίρι του 1944, η επίθεση των δυνάμεων του ΕΔΕΣ οδήγησε στην κατάληψη της Παραμυθιάς και στην άσκηση συλλογικής βίας εναντίον της μειονότητας των Τσάμηδων, αρκετά μέλη της οποίας είχαν συνεργαστεί με τα κατοχικά στρατεύματα. Τέλος, επανειλημμένα επεισόδια είχαν συμβεί στον λόφο της Περάνθης, ένα ύψωμα που δεσπόζει της Αρτας. Μικροομάδες του ΕΔΕΣ προσπαθούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα να προωθηθούν προς τα χωριά καταγωγής των ανταρτών, κυρίως στον χώρο Βάλτου-Ραδοβιζίου. Η άσκηση κατασταλτικής πολιτικής από τις δύο οργανώσεις συνιστούσε στη συγκυρία μια σημαντική παράμετρο της τακτικής τους και αποσκοπούσε τόσο στην τρομοκράτηση του πολιτικού αντιπάλου όσο και στην εμπέδωση της κυριαρχίας τους στις διαμφισβητούμενες αυτές αγροτικές περιοχές.
 Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1944, οι ΕΟΕΑ ενέτειναν τη δραστηριότητά τους, που στρεφόταν κυρίως εναντίον των υποχωρούντων γερμανικών τμημάτων κατά μήκος της οδού Πρεβέζης-Ιωαννίνων. Στις 15 Οκτωβρίου 1944 ΕΔΕΣίτες αντάρτες εισέρχονταν στα Ιωάννινα, επισφραγίζοντας συμβολικά το τέλος της γερμανικής κατοχής στην Ηπειρο. Δυο μήνες αργότερα η επίθεση του ΕΛΑΣ θα οδηγούσε στην αποχώρηση των τμημάτων του Ζέρβα στην Κέρκυρα και στην υπαγωγή ολόκληρης της Ηπείρου στον ΕΑΜικό έλεγχο. Η επιτυχία αυτή δεν μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα της ήττας του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας η κατάσταση μεταβλήθηκε οριστικά υπέρ των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που είχαν στηρίξει το βραχύβιο κρατίδιο της ΕΟΕ.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
1. Βλ. Βαγγέλης Τζούκας, «Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο 1942-44. Τοπικότητα και Πολιτική Ενταξη», Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013, σ. 25-69. 2. Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες για συνεννόηση ανάμεσα στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ συνεχίστηκαν στα τέλη Απριλίου στο χωριό της Θεσσαλίας Κουτσιανά (ή Κούτσαινα). Για τα πρακτικά και το περιεχόμενο των συζητήσεων αυτών, βλ. Γρηγόρης Φαράκος, «Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία», Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000, τμ. 1, σσ. 207-212.

3. Για την αναδιοργάνωση των ΕΟΕΑ, βλ. Ναπολέων Ζέρβας, Απελευθερωτικός Αγών (ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ 1941-1945), Αθήνα, ΠΣΕΑΕΑ «Ναπολέων Ζέρβας», Αθήνα, χ.χ., σ. 66 κ.ε. 4. Βλ. ενδεικτικά Δημήτρης Θάνας-Βαγγέλης Τζούκας (επιμ.), «Ημερολόγιο στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα 1942-45», Αθήνα, Ωκεανίδα, 2013, σ. 520, 559. 5. Πρβλ: «Του λοιπού δεν θα είμεθα παρά το ανάχωμα του ‘‘αντικομμουνισμού’’, δηλαδή, κατά ένα τρόπον, όχι πλέον η δημιουργική θέσις, αλλά η στείρα άρνησις», Κομνηνός Πυρομάγλου, «Η Εθνική Αντίστασις (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ). Κριτική εισαγωγή εις την διαμόρφωσιν της, Αθήνα-Ιωάννινα», Δωδώνη, 1988, σ. 324. Για το γεγονός αυτό, βλ. Γιάννης Γιανουλόπουλος, «Ο μεταπολεμικός κόσμος/Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία 1945-1963», Αθήνα, Παπαζήσης, 1992, σσ. 205-207· Cristopher M. Woodhouse, «Το μήλο της έριδος-η ελληνική αντίσταση και η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων», Αθήνα, Εξάντας, 1975, σ. 118. Πρβλ. επίσης τις παρατηρήσεις του Βρετανού D.J. Wallace, για την κατάσταση της οργάνωσης το 1944, στο: Lars Baerentzen (edit.), British Reports on Greece 1943-44 by J.M. Stevens, C.M. Woodhouse and D.J. Wallace, Copenhagen, Museum Τusculanum Press, 1982, σ. 117 κ.ε. 6. Ενδεικτική, από την άποψη αυτή, είναι και η ομιλία του Κομνηνού Πυρομάγλου στο συνέδριο του Λιβάνου, η οποία ουσιαστικά συνιστούσε μια οξύτατη επίθεση εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βλ. Κομνηνός Πυρομάγλου, «Τι είπα στον Λίβανο», έκδοση της Διευθύνσεως Τύπου των ΕΟΕΑ, 1944. 7. Βλ. Μιχάλης Ντούσιας, «ΕΑΜ Πρέβεζας-ΕΛΑΣ Ζαλόγγου/Σουλίου», Αθήνα, 1987, σ.σ. 285-299 8. Βλ. Δημήτρης Παππάς, «Το προγεφύρωμα Λάκμωνα (Περιστερίου)-Μύθοι και Αλήθειες για την Εθνική Αντίσταση», Αθήνα, 2001, σ. 182 κ.ε.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου