του Σταθη Ν. Καλυβα
Η
επιστημονική μελέτη της δεκαετίας ’40 μπορεί να ξεκίνησε αργά, έχει
όμως κάνει τεράστια άλματα. Ας εξετάσουμε τα τρία σημαντικότερα.
Το
1978 διοργανώθηκε το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τον Εμφύλιο («Η
Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950» με συμβολές που έβαλαν τέλος στην
κυριαρχία των χρονικών (π.χ. «Το αντάρτικο» του Φοίβου Γρηγοριάδη ή «Οι
καπετάνιοι» του Dominique Eudes). Η συστηματική μελέτη των βρετανικών
και αμερικανικών αρχείων έθεσε την έρευνα του Εμφυλίου σε επιστημονικές
βάσεις, απαξιώνοντας τη διαδεδομένη ώς τότε αντίληψη περί ξενοκίνητου
ΚΚΕ με αποκλειστική ευθύνη για τον Εμφύλιο. Γι’ αυτό άλλωστε και η
έρευνα χαρακτηρίστηκε τότε, και υπήρξε πράγματι, «αναθεωρητική». Η ορθή,
όμως, απομάκρυνση από τη μυθολογία των νικητών οδήγησε, στα χρόνια που
ακολούθησαν, σε ορισμένες υπερβολές, όπως η περιγραφή του ΚΚΕ ως ένα
αγγελικό κόμμα που δεν επιθυμούσε τίποτα παραπάνω από την ειρηνική
συνύπαρξη με τους αντιπάλους του και σχεδόν απεχθανόταν την εξουσία· ένα
κόμμα, δηλαδή, πιο σχετικό με τον Γκάντι παρά με τον Στάλιν!
Το
δεύτερο άλμα έγινε το 1994, όταν κυκλοφόρησε το «Στην Ελλάδα του
Χίτλερ» του Mark Mazower, ένα έργο που μετακίνησε με επιτυχία την
ερευνητική ατζέντα από τις ελίτ στις μάζες, αναδεικνύοντας τις ρίζες του
Εμφυλίου στην περίοδο της Κατοχής και απαγκιστρώνοντας την έρευνα από
στείρα ερωτήματα που είχαν πιο πολύ σχέση με τις μεταφυσικές ανησυχίες
της Αριστεράς απ’ ό,τι με τις επιταγές της έρευνας. Το βιβλίο αυτό
άνοιξε ένα τεράστιο πεδίο κοινωνιολογικών ερωτημάτων για τη μορφή και το
περιεχόμενο της κυριαρχίας των αντίπαλων συνασπισμών και τη συμπεριφορά
των «απλών ανθρώπων». Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η «Ορθοκωστά» του
Θανάση Βαλτινού, ένα μυθιστόρημα για τον κατοχικό εμφύλιο στη
Πελοπόννησο, που έθεσε με λογοτεχνικό τρόπο αντίστοιχα θέματα και του
οποίου η επιρροή αποδείχθηκε εκ των υστέρων σημαντικότατη.
Το
τρίτο άλμα έγινε στη διετία 1999-2000, περίοδο κατά την οποία
διοργανώθηκε πλήθος επιστημονικών συνεδρίων για τον Εμφύλιο. Το 2000
πραγματοποιήθηκε και η πρώτη ημερίδα του «Δικτύου για τη Μελέτη των
Εμφυλίων» στη Θεσσαλονίκη. Μια πλειάδα νέων ερευνητών προέκρινε την
τοπική ιστορία, την εστίαση στα κίνητρα των ανθρώπων και την ανάδειξη
μιας «ευαίσθητης» θεματολογίας όπως ο δωσιλογισμός ή η βία. Η επιτυχία
του Δικτύου (διοργανώθηκαν έκτοτε εννέα ετήσια συνέδρια και πλήθος άλλων
εκδηλώσεων και εκδόσεων) προκάλεσε την έντονη αντίδραση μερίδας
ιστορικών και δημοσιογράφων που δυσανασχέτησαν δημόσια από τον «αγενή»
δυναμισμό της νέας γενιάς ερευνητών. Ο όρος «αναθεωρητισμός» επανήλθε
στο προσκήνιο, ως ύβρις αυτή τη φορά.
Πλούτος τεκμηρίων
Από
το 1979 και μετά απαντήθηκαν πολλά ερωτήματα. Γνωρίζουμε πλέον πολλά
για την αλληλουχία των αποφάσεων των αντίπαλων πολιτικών ηγεσιών σε
κρίσιμες καμπές, τις προθέσεις τους, αλλά και τις παρανοήσεις τους, ενώ
ξεφύγαμε από τη συνωμοσιολογική ανάγνωση της Ιστορίας. Διαπιστώθηκε πως
διαδεδομένοι ισχυρισμοί δεν είχαν βάση, όπως π.χ. πως ο δωσιλογισμός
υπήρξε υπόθεση μιας «δράκας μαυραγοριτών», πως η ένταξη στο ΕΑΜ είχε
ταξική (ή, έστω, οικονομική) βάση και εξέφραζε ένα αντίστοιχα
«ριζοσπαστικό» ατομικό προφίλ ή πως ο Εμφύλιος ξεκίνησε το 1946 ως
αποτέλεσμα της «λευκής τρομοκρατίας» και της βρετανικής πολιτικής.
Εξερευνήθηκαν συστηματικά οι εθνοτικές διαστάσεις της εμφύλιας
σύγκρουσης, οι δυναμικές της βίας και οι παράμετροι της συμμετοχής των
ανθρώπων στους αντίπαλους συνασπισμούς. Στην πρόοδο αυτή συνέβαλε ο
πλούτος των τεκμηρίων. Ο αποχαρακτηρισμός των αρχείων της βρετανικής SOE
φώτισε την ανάδειξη του ΕΛΑΣ σε κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στον χώρο
της αντίστασης η συστηματική μελέτη των γερμανικών αρχείων οδήγησε σε
μια πληρέστερη αντίληψη για τη δομή της Κατοχής η έρευνα του τμήματος
του αρχείου του ΚΚΕ που διασώζεται στα ΑΣΚΙ συνέβαλε στη σαφέστερη
αποτίμηση των προθέσεων του ΚΚΕ (π.χ. έκθεση Μακρίδη) και της φύσης της
εαμικής εξουσίας στο τοπικό επίπεδο (μέσα από τις διαφωτιστικές εκθέσεις
των ίδιων των στελεχών της), ενώ οδήγησε και στη μελέτη της σύντομης
αλλά κρίσιμης περιόδου της «εαμοκρατίας» (Σεπτέμβριος 1944 - Μάρτιος
1945) όταν η Ελλάδα γνώρισε μια ιδιότυπη κομμουνιστική διακυβέρνηση, η
συνεχιζόμενη μελέτη των αρχείων των χωρών του σοβιετικού μπλοκ οδηγεί σε
μια ριζική επανεκτίμηση της δομής, λειτουργίας και υποστήριξης του
«Δημοκρατικού Στρατού» και της λειτουργίας του ΚΚΕ εκτός Ελλάδας· τα
πλούσια κρατικά στρατιωτικά, δικαστικά και τοπικά τεκμήρια που έγιναν
διαθέσιμα τα τελευταία χρόνια κυρίως μέσω των ΓΑΚ επιτρέπουν τη μελέτη
της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών, καθώς και την καταγραφή των
εμφυλίων συγκρούσεων ακόμα και στο επίπεδο του χωριού, έργο που
συμπληρώνουν οι προφορικές πηγές.
Χωρίς συγκριτικές μελέτες
Όπως
είναι φυσικό, παραμένουν αρκετά ερωτήματα. Απουσιάζουν, για παράδειγμα,
κομμάτια του παζλ των αποφάσεων του ΚΚΕ, ενώ διαθέτουμε ακόμη λίγες
συστηματικές αναλύσεις για τη σχέση (ή όχι) των προπολεμικών κοινωνικών
και πολιτικών αντιθέσεων με τις εμφύλιες συγκρούσεις. Παραμένουν επίσης
σημαντικά πραγματολογικά κενά. Τέλος, ο Εμφύλιος εξακολουθεί να
ερευνάται αποκομμένος από άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις: απουσιάζουν
δηλαδή οι αναγκαίες συγκριτικές μελέτες.
Το
μείζον, ίσως, αναπάντητο ερώτημα αφορά την κληρονομιά του Εμφυλίου και
τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία του διατρέχει την κοινωνία. Από τη μία,
ο Εμφύλιος έχει πλέον αποσυνδεθεί οριστικά από την πολιτική. Από την
άλλη όμως, εξακολουθούν να αναπαράγονται συστηματικά μύθοι και κλισέ που
έχουν τελείως απαξιωθεί επιστημονικά. Αντίθετα από χώρες όπως η Γαλλία ή
η Ιταλία όπου η ιστορική έρευνα διαχέεται στο ευρύτερο κοινό, κάτι
τέτοιο δεν συμβαίνει στη χώρα μας, τουλάχιστον όχι ακόμη. Για του λόγου
το αληθές αρκεί κανείς να διατρέξει πρόσφατα εκλαϊκευτικά έργα, όπως η
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000 (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), η
Ιστορία των Ελλήνων (εκδόσεις Δομή) και η Ιστορία της Ελλάδας του 20ού
αιώνα (εκδόσεις Βιβλιόραμα) όπου θα συναντήσει μπόλικα αναμασήματα της
προπαγάνδας του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’40. Η ιστοριογραφία αγγίζει τα
όρια της αγιογραφίας όταν σοβαροί, υποτίθεται, πανεπιστημιακοί ταυτίζουν
την εθνική αντίσταση με το ΕΑΜ, υποστηρίζουν πως η απόφαση των ανθρώπων
της εποχής να ενταχθούν στην Αριστερά ήταν «μια ηθική επιλογή», και
ισχυρίζονται είτε πως η βία υπήρξε μονοπώλιο της μιας πλευράς είτε πως η
αριστερή βία δεν είχε καμιά απολύτως επίπτωση στις εξελίξεις.
Το
κεντρικό, λοιπόν, αναπάντητο ερώτημα αφορά στην ύπαρξη και διάρκεια της
αντίληψης που θεωρεί πως η αποστασιοποίηση από τα γεγονότα της εποχής
είναι αδύνατη, πως η ιστορία της δεκαετίας του ’40 δεν επιδέχεται
διορθώσεις και αναθεωρήσεις και πως εκείνες που τελικά επιχειρούνται
είναι πολιτικά ύποπτες και ηθικά απαράδεκτες. Πρόκειται, βέβαια, για ένα
ευρύτερο πρόβλημα που χαρακτηρίζει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο η
ελληνική κοινωνία στέκεται απέναντι στο ίδιο της το παρελθόν και που
σχετίζεται άμεσα με τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η ορθολογική και
κριτική σκέψη στη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου