Τον Δεκέμβριο του 1942 οι Βούλγαροι είχαν προτείνει επισήμως στους Γερμανούς να εισέλθει βουλγαρικός στρατός στην γερμανοκρατούμενη Μακεδονία για την τήρηση της τάξης προκειμένου να αποδεσμευτούν γερμανικά στρατεύματα για άλλες επιχειρήσεις. Οι Γερμανοί απάντησαν αρνητικά.
Μερικούς μήνες αργότερα όμως και λόγω των ολοένα αυξανόμενων απαιτήσεων του πολέμου, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να επανεξετάσουν την βουλγαρική πρόταση.
Σε σύσκεψη που έγινε στο γερμανικό στρατηγείο στην Θεσσαλονίκη στο τέλος Ιουνίου του ΄43, αποφασίστηκε να γίνει αποδεκτή η βουλγαρική πρόταση. Επιφορτίστηκε ο δρ Μέρτεν ως πολιτικός και οικονομικός σύμβουλος του στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, να μεταβεί στην Σόφια μαζί με τον βούλγαρο ταγματάρχη Μίτκωφ προκειμένου να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες της αποδοχής της βουλγαρικής προσφοράς.
Στην Σόφια όμως η βουλγαρική κυβέρνηση προέβαλλε αυξημένες απαιτήσεις. Ζητούσε την πλήρη κατάργηση των ελληνικών κρατικών αρχών και την αντικατάστασή τους από βουλγαρικές υπηρεσίες. Ήταν προφανές ότι επιδίωκαν να αρπάξουν την ευκαιρία και να επιχειρήσουν μία ντε φάκτο προσάρτηση όπως είχαν κάνει και με την ήδη κατεχόμενη από αυτούς ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Οι Γερμανοί όμως δεν δέχτηκαν τις υπερβολικές απαιτήσεις τους, και έτσι οι Βούλγαροι αρκέστηκαν στο να προσφέρουν μία μεραρχία πεζικού αποτελούμενη από τρεις ταξιαρχίες, ένα σύνταγμα ιππικού και ένα σύνταγμα πυροβολικού.
Ο Μέρτεν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη στις 04/07/1943 και ανακοίνωσε στον αναπληρωτή γενικό διοικητή Μακεδονίας Χρήστο Τέντζο την γερμανική απόφαση που συνοψιζόταν σε 4 σημεία:
α) Η γερμανοκρατούμενη Μακεδονία μαζί με τα γερμανοκρατούμενα νησιά του βορείου Αιγαίου και τον Έβρο τίθενται υπό γερμανική πολιτική διοίκηση, με διοικητή τον Μέρτεν.
β) οι αρμοδιότητες της ελληνικής κυβέρνησης των Αθηνών δεν θα ισχύουν για αυτές τις περιοχές. Οι υπάλληλοι θα παρέμεναν στις θέσεις τους αλλά θα εκτελούσαν πλέον εντολές της γερμανικής διοίκησης.
γ) Στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού θα εγκαθίστατο βουλγαρικός στρατός, πλην της πόλης της Θεσσαλονίκης και των τριών χερσονήσων της Χαλκιδικής. Αυτό δεν σήμαινε την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής ούτε ανάμιξη των Βουλγάρων σε θέματα διοίκησης.
δ) Η ελληνική χωροφυλακή θα αποσυρόταν απ΄τις περιοχές αυτές και θα αντικαθίστατο από γερμανική αστυνομία.
Άμεσα, γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι ανέλαβαν τις διοικήσεις των νομών Κιλκίς, Χαλκιδικής και Στρυμόνος (το γερμανοκρατούμενο τμήμα του νομού Σερρών που ήταν δυτικά του ομώνυμου ποταμού Στρυμόνα), με τους Έλληνες νομάρχες να περιορίζονται σε ρόλο συμβούλων τους. Το ίδιο έγινε και στον δήμο Θεσσαλονίκης.
Η γενική διοίκηση Μακεδονίας έπαυσε πλέον να υπάγεται στην κυβέρνηση των Αθηνών και η αλληλογραφία της με τα υπουργεία περνούσε υπό αυστηρό γεμρανικό έλεγχο. Γερμανική αστυνομία εγκαταστάθηκε κυρίως κοντά σε περιοχές που ήταν εγκατεστημένα βουλγαρικά στρατεύματα για την αποφυγή προστριβών με τους Έλληνες.
Λίγες μέρες μετά, οι Γερμανοί αποφάσισαν να επαναφέρουν την χωροφυλακή στις θέσεις της, με την "μικρή" διαφορά ότι οι χωροφύλακες θα ήταν άοπλοι....
Η εγκατάσταση Βουλγάρων μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα άρχισε απ΄τις 10 Ιουλίου και είχε ολοκληρωθεί ως τις 20 του μηνός. Η βουλγαρική δύναμη (μία μεραρχία και δύο συντάγματα) τέθηκε υπό τις διαταγές της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης.
Η διοίκηση της βουλγαρικής μεραρχίας εγκαταστάθηκε στον Λαγκαδά με μονάδες στην Ξυλούπολη, το Μελισσοχώρι, το Κιλκίς, τον Σταυρό Χαλκιδικής, τα Βασιλικά, τον Λαχανά και αργότερα στη Νιγρίτα.
Παρά την παρουσία γερμανικής αστυνομίας, οι προκλήσεις των Βουλγάρων σε βάρος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητες και ενίσχυσαν τα αρνητικά συναισθήματα των Ελλήνων εναντίον τους. Οι Γερμανοί σε γενικές γραμμές προσπαθούσαν να λειτουργήσουν κατευναστικά μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά οι αυθαιρεσίες εκ μέρους των δεύτερων δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Εν τέλει, η γερμανική διοίκηση στην περιοχή δεν κράτησε και πολύ. Μετά από 7 μήνες, τον Φεβρουάριο του ΄44, οι Γερμανοί επέστρεψαν την πολιτική διοίκηση της περιοχής σε ελληνικά χέρια. Αλλά αυτό ήταν περισσότερο τυπικό, παρά ουσιαστικό. Ο γερμανικός έλεγχος επί της ελληνικής διοίκησης παρέμενε εντονότατος.
Επίσης στις αρχές του ΄44, όταν και επεστράφη η πολιτική διοίκηση σε Έλληνες, η κατάσταση στην ύπαιθρο ήταν πολύ χειρότερη απ'ότι ήταν το καλοκαίρι του ΄43.
Ο ΕΛΑΣ είχε δυναμώσει και συγκρουόταν ανελέητα με τους ένοπλους αντικομμουνιστές χωρικούς, με τους Γερμανούς είτε να παρακολουθούν είτε να υποδαυλίζουν αυτόν τον κατοχικό εμφύλιο.
Οι δυνατότητες της ελληνικής διοίκησης να ασκήσει την όποια εξουσία μπορούσε δεδομένης της παρουσίας των Γερμανών και των Βούλγαρων, ήταν πολύ μικρές και πρακτικά περιορίζονταν στην Θεσσαλονίκη.
Εκτός απ΄την αναγκαιότητα αποδέσμευσης γερμανικών στρατευμάτων απ΄τις συγκεκριμένες περιοχές, οι Γερμανοί δεν φαίνεται να είχαν κάποιο άλλο ουσιαστικό όφελος από αυτές τις κινήσεις τους.
Η ανάληψη εξ'αυτών της πολιτικής διοίκησης της Μακεδονίας περισσότερο κακό έκανε παρά καλό στην λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, και αυτό φαίνεται πως το κατάλαβαν και οι ίδιοι γι'αυτό εφτά μήνες μετά την επέστρεψαν στους Έλληνες.
Η είσοδος βουλγαρικών στρατευμάτων στην περιοχή μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα ήταν άλλη μία λανθασμένη επιλογή τους. Μπορεί αυτό να μην σήμαινε επέκταση της βουλγαρικής κατοχής όπως ρητά είχαν διαβεβαιώσει, αλλά η παρουσία βουλγαρικού στρατού από μόνη της ήταν πρόκληση για τους Έλληνες. Συν τοις άλλοις οι Βούλγαροι δεν ήταν και οι πλέον αξιόπιστοι σύμμαχοι του Γ' Ράιχ και αυτό το απέδειξαν αργότερα μες στο 1944...
Πηγές: "Η Κατοχή εν Μακεδονία" του Αθανάσιου Χρυσοχόου, τόμος 2ος τεύχος 2ο και τόμος 5ος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου