Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Η ΓΚΡΙΖΑ ΖΩΝΗ ΟΨΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ. 1943-1944

Του Στάθη Καλύβα.


Στα τέλη του Ιουλίου 1944 τα ημιορεινά χωριά της επαρχίας Αργούς εξεγέρθηκαν (1) . Η εξέγερση αυτή ήταν λαϊκή, αυθόρμητη και σχεδόν καθολική. Στόχος της όμως δεν ήταν οι κατακτητές αλλά το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ)΄ θύματα της δεν ήταν ξένοι, αλλά Έλληνες΄ και τα κίνητρα της δεν ήταν ιδεολογικά αλλά ένας συν­δυασμός φόβου και εκδίκησης. Μερικές μέρες αργότερα, η εξέγερ­ση αυτή κατεστάλη από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, που έκαψαν δεκά­δες σπίτια, συνέλαβαν ομήρους και εκτέλεσαν κατοίκους. Η περί­πτωση αυτή, που όμοιες της συναντά κανείς και σε άλλες περιοχές της χώρας την ίδια περίοδο (2), θέτει ορισμένα καίρια ερωτήματα: Πώς είναι δυνατό να αντιστέκεται κανείς ενάντια στην «Αντίσταση»; Πώς γίνεται η Αντίσταση να καταστέλλει τον ίδιο τον πληθυσμό που επι­διώκει να «απελευθερώσει»; Εντέλει, τι είδους φαινόμενο αποτε­λούν οι εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής, που ξεκίνησαν τουλάχι­στον δύο χρόνια πριν από την ημερομηνία, την οποία η ιστοριογρα­φία έθετε παραδοσιακά (και σε σημαντικό βαθμό εξακολουθεί να θέτει) ως αφετηρία του εμφυλίου πολέμου (3);

 
 
Ερωτήματα σαν αυτό σπάνια τίθενται, πολύ δε λιγότερο βρίσκουν απάντηση, μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής οπτικής που βασίζε­ται σε έναν αυστηρό διαχωρισμό της περιόδου της κατοχής από αυ­τήν του εμφυλίου. Το αποτέλεσμα είναι να εξακολουθεί να επικρα­τεί άγνοια και σύγχυση γύρω από τα χαρακτηριστικά των εμφυλίων αυτών συγκρούσεων, ιδιαίτερα σε σχέση με την πολιτική συμπεριφορά  στο μαζικό επίπεδο, μια έννοια που συμπεριλαμβάνει, τα κίνητρα, τη φύση, και τις δυναμικές της λαϊκής συμμετοχής και ένταξης στις αντιμαχόμενες παρατάξεις (4). Η ενασχόληση της παραδοσιακής ιστο­ριογραφίας σχεδόν αποκλειστικά με τους ηγέτες, τις κυβερνήσεις, τα κόμματα, τις ξένες δυνάμεις και εν γενεί τις εξελίξεις στην «κορυφή» έχει αφήσει την εμπειρία των «απλών ανθρώπων» στο σκοτάδι. Η εμπειρία αυτή συνήθως «διαμεσολαβείται» από ηγέτες και στελέχη, κυρίως μέσω επισήμων κειμένων ή των δεκάδων απομνημονευμάτων η έκδοση των οποίων συνεχίζεται αδιάλειπτα (5). Η διαμεσολάβηση αυτή όμως λειτουργεί παραμορφωτικά, καθώς τα κίνητρα και η νοο­τροπία των στελεχών έχουν μικρή μόνο σχέση, όταν δεν βρίσκονται σε αντίθεση με αυτά των περισσότερων ανθρώπων.

Στο πλαίσιο της βιβλιογραφίας αυτής, οι όποιες αναφορές στη «βάση» είναι εντελώς σχηματικές και γίνονται με «πρωθύστερο» τρό­πο, έτσι ώστε να στηρίξουν τις ερμηνείες μιας «συνθετικής και συνο­λικής» ιστορίας, που τελικά παραμορφώνει την πραγματικότητα με­τατρέποντας τους ανθρώπους σε έναν ομοιογενή «λαό» και την πολυ­σχιδή, ετερογενή και συχνά αντιφατική τους συμπεριφορά σε πλήρως συνειδητοποιημένη και ενίοτε ιστορικά αναγκαία δράση. Με τον τρόπο αυτό όμως πολιτικοποιείται υπέρμετρα η συμπεριφορά των ανθρώπων, υπερτονίζεται δηλαδή η συνειδητή, σαφής και αμετάκλη­τη στράτευση της συντριπτικής πλειοψηφίας στις διάφορες παρατά­ξεις, στη βάση κυρίως ιδεολογικών κριτηρίων προτάσσονται ερμη­νείες που ταυτίζουν τα κίνητρα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων με το λόγο των μηχανισμών και των οργανώσεων και θεωρούνται αυτονόητες παραδοχές ή ερμηνείες που παραμένουν ατεκμηρίωτες, όπως, για παράδειγμα, η καθολικότητα και αυθεντικότητα της λαϊκής συμμετοχής στην Αντίσταση ή ο ρόλος των «επαρχιακών ελίτ» (6).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου