Ο Γεώργιος Πούλος γεννήθηκε το 1889 στη Ρουμανία. Η καταγωγή του ωστόσο λέγεται ότι ήταν από το χωριό Πλάτανος της ορεινής Ναυπακτίας. Ο Πούλος ήταν αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Είχε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη Μηχανικού (ΜΧ). Συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία, σαν διοικητής μονάδος. Έλαβε μέρος στο κίνημα του Πάγκαλου το 1925, όπως και στο κίνημα του 1935, η ανεπιτυχής έκβαση του οποίου, οδήγησε τα μέλη του σε αποστράτευση. Ανήκε ιδεολογικά στον χώρο των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήταν φανατικός αντιμοναρχικός και ταυτόχρονα αντικομουνιστής. Επίσης, ήταν αντίθετος απέναντι στους συμμάχους Βρετανούς, καθώς τους θεωρούσε υπεύθυνους για την Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που έπαιξε ρόλο στη δράση του κατά την περίοδο της Κατοχής. Την περίοδο της κυριαρχίας του Μεταξά ήταν αδρανής λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του, όπως όλοι οι απότακτοι βενιζελικοί αξιωματικοί, μέχρι και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ωστόσο, ήταν ο πρόεδρος του ασήμαντου Ελληνικού Φασιστικού Κόμματος. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, ο Πούλος μετεξέλιξε το κόμμα του στην γνωστή για την δοσιλογική δράση της "Οργάνωση Γεωργίου Πούλου",με έδρα την Θεσσαλονίκη. Επίσης, λέγεται ότι ήταν ηγετικό στέλεχος της εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης ΕΕΕ.
Ομιλία του Πούλου σε χωρικούς, κάτω απο τη ναζιστική σημαία. |
Άλλη μία απόδειξη της αναίσχυντης συμπεριφοράς του Πούλου
απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό ήταν το γεγονός ότι κατόρθωσε να ενώσει
απέναντί του ακόμα και άτομα εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών και
κομματικών πεποιθήσεων. Ο Στράτος Δορδανάς στο βιβλίο του "Η γερμανική
στολή στη ναφθαλίνη" αναφέρει το εξής: "... ο Πούλος και οι
"Πουλικοί" φιγουράριζαν από πολύ νωρίς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων,
καταφέρνοντας κάτι αξιοσημείωτο. Να ενώσουν πολιτικούς αντιπάλους και
κομματικές παρατάξεις σε ένα αρραγές εναντίον τους μέτωπο. Αυτό συνέβη
γιατί στην ουσία αντιμετωπίστηκαν από τους περισσότερους ως κοινοί
εγκληματίες και όχι ως φορείς μιας πολιτικής αντίληψης που θα μπορούσε
να βρεί υποστηρικτές στον ευρύτερο εθνικιστικό χώρο" (4).
Επιπλέον ο ιστορικός στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται συγκεκριμένα σε μία
επιστολή ενός βουλευτή από τη Θεσσαλονίκη, ο αδερφός του οποίου είχε
δολοφονηθεί από τους "Πουλικούς". Μάλιστα, η μαρτυρία έχει ακόμη
μεγαλύτερη αξία, καθώς το θύμα και ο βουλευτής ανήκαν στο
πατριωτικό-εθνικιστικό χώρο. Στην επιστολή αυτή ο βουλευτής μεταξύ άλλων
έλεγε: "Από την διεξαγωγήν της πολυκρότου δίκης της σπείρας
Πούλου και Σια [...] συνάγεται ότι οι δικαζόμενοι αυτοί εγκληματίαι του
λαού της Μακεδονικής ιδία υπαίθρου, αποπειρώνται να συγκαλυφθούν υπό τον
μανδύαν τον αντικομμουνιστικόν. Ουδέν ψευδέστερον τούτου και ουδέν
συκοφαντικώτερον της μνήμης των αθώων θυμάτων των, τα οποία σήπονται εις
τα ξηροπήγαδα της Μακεδονικής υπαίθρου με τα συρματόσχοινα πισθάγκωνα
δεμένα [...], τα φρικιαστικά εγκλήματα της οποίας είναι εφάμιλλα με τα
επακολουθήσαντα φρικαλέα Δεκεμβριανά. Κατά κανόνα, τα θύματα των ήσαν
κάθε άλλο παρά Κομμουνισταί..."(5). Οι άντρες του Πούλου,
σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρξαν αναρχικά στοιχεία, άτομα εξαρτώμενα από
ουσίες, τυχοδιώκτες, πλιατσικολόγοι. Υπήρχε σε κάποιες περιπτώσεις και
ιδεολογικοπολιτικό κίνητρο βεβαίως. Φανατικοί γερμανόφιλοι και
εθνικοσοσιαλιστές αλλά και τουρκόφωνοι Πόντιοι που μισούσαν τον
κομμουνισμό ελέω της συμμαχίας Λένιν - Κεμάλ, απόρροια της οποίας υπήρξε
η εκδίωξη τους από τις πατρογονικές τους εστίες (6).
Μετά την απελευθέρωση, ο Πούλος ακολούθησε τους Γερμανούς εκτός Ελλάδος, δείγμα της προδοσίας του αλλά και της πίστης του προς τον ναζισμό. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, ακολούθησε τον ταγματάρχη Φάχερινγκ και μέχρι τον Απρίλιο του 1945, η οργάνωσή του Poulos Verband, έλαβε μέρος - πάντα υπό γερμανική συντήρηση και καθοδήγηση - κατά τμημάτων του στρατάρχη Τίτο στη Σλοβενία. Μόνο όταν ήταν ολοφάνερη η ήττα των Γερμανών, ο Πούλος αρνήθηκε να στραφεί κατά των αμερικανικών δυνάμεων ενώ διατάχτηκε. Η άρνηση του οδήγησε στη φυλάκισή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και όλων των ανδρών της οργάνωσης. Με την είσοδο και τη νίκη των Αμερικανών συνελήφθη στο Κίτσμπιχελ τον Μάιο του '45 και ζήτησε την μεταφορά του στην Ελλάδα για να πολεμήσει εναντίον των κομμουνιστών. Όταν τελικά μετά από αδικαιολόγητη καθυστέρηση μηνών στάλθηκε στην Ελλάδα, ο Πούλος προσπάθησε να πείσει τους δικαστές και την κοινή γνώμη ότι ήταν αγνός πατριώτης και ιδεαλιστής, που πολέμησε τον κομμουνισμό. Τόνιζε συνέχεια το τελευταίο θέλοντας να αποδείξει πόσο προφητικά έδρασε στην Κατοχή. Μη ξεχνάμε ότι την ίδια ώρα το επίσημο κράτος βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με τον Δημοκρατικό στρατό. Ο ίδιος έγραψε μεταξύ άλλων στην απολογία του: "Ζήτησα από τις γερμανικές αρχές κατοχής την άδεια να σχηματίσω ένα σώμα και να το εξοπλίσω από τις γερμανικές αποθήκες...Το σώμα μου αριθμούσε 300 άντρες [ εκτός από τους 600 που συνιστούσαν τις εφεδρείες στα χωριά της περιοχής μου]. Από τους Γερμανούς έλαβα 200 τουφέκια του πρώην ελληνικού στρατού, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν θα στρέφονταν εναντίον τους..."(7). Το κατηγορητήριο για τον Πούλο δεν ήταν μόνο σχετικά με τη συνεργασία του με τους Γερμανούς. Υπήρχε και άλλη κατηγορία σχετικά με κατασκοπεία κατά της ίδιας του της πατρίδας αλλά και την εξουδετέρωση των πρακτόρων της αγγλικής αντικατασκοπείας. Η δίκη περί κατασκοπείας, έλαβε χώρα την 22α Μαΐου 1947, στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε κατά περίεργο τρόπο λίγες μέρες αργότερα. Σχετικά όμως με το κατηγορητήριο περί συνεργασίας με τον εχθρό στο διάστημα της κατοχής ο Πούλος δεν ήταν το ίδιο τυχερός. Ο ίδιος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί το γεγονός του πολέμου και να πείσει το επίσημο κράτος να τον απελευθερώσει, ώστε να βοηθήσει με την πείρα του κατά του κομμουνισμού. Στις 2 Δεκεμβρίου 1947 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων ξεκίνησε τις συνεδριάσεις του. Ο Πούλος υποστήριξε για άλλη μια φορά την "πατριωτική" δράση του και την προστασία που πρόσφερε στους χωρικούς έναντι του ΕΛΑΣ. Λίγες μέρες μετά, στις 11 του μηνός, το δικαστήριο καταδίκασε τον Πούλο και όσους από τους άνδρες του είχαν συλληφθεί, σε θανατική καταδίκη και δις ισόβια. Μετά από ενάμιση χρόνο, στις 11 Ιουνίου 1949, ο Πούλος εκτελέστηκε στο Γουδί, ενώ πιο πριν είχε καταθέσει αίτηση χάριτος. Η εκτέλεσή του αποτέλεσε χαρμόσυνο γεγονός για το σύνολο του ελληνικού λαού και χαιρετίστηκε με ανακούφιση από σύσσωμο τον ελληνικό Τύπο.
Πηγές: (1) βλ. "Οι άλλοι Καπετάνιοι, αντικομουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου", Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), δ' έκδ., Αθήνα 2007, σ.66.
(2) βλ. "Οι δωσίλογοι της κατοχής", Ιάκωβος Χονδροματίδης, α' εκδ., Αθήνα 2008, σ. 63.
(3) βλ. "Οι άλλοι Καπετάνιοι, αντικομουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου", Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), δ' έκδ., Αθήνα 2007, σ.68.
(4) βλ. "Η Γερμανική στολή στη ναφθαλίνη, επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974", Στράτος Δορδανάς, β' έκδ., Αθήνα 2012, σ.151.
(5) βλ. Στο ίδιο, σ. 165-166.
(6) βλ. "Οι δωσίλογοι της κατοχής", Ιάκωβος Χονδροματίδης, α' εκδ., Αθήνα 2008, σ.65.
(7) βλ. Δικογραφίες Δοσιλόγων, Γεώργιος Πούλος, 4 Απριλίου 1946.
Μετά την απελευθέρωση, ο Πούλος ακολούθησε τους Γερμανούς εκτός Ελλάδος, δείγμα της προδοσίας του αλλά και της πίστης του προς τον ναζισμό. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, ακολούθησε τον ταγματάρχη Φάχερινγκ και μέχρι τον Απρίλιο του 1945, η οργάνωσή του Poulos Verband, έλαβε μέρος - πάντα υπό γερμανική συντήρηση και καθοδήγηση - κατά τμημάτων του στρατάρχη Τίτο στη Σλοβενία. Μόνο όταν ήταν ολοφάνερη η ήττα των Γερμανών, ο Πούλος αρνήθηκε να στραφεί κατά των αμερικανικών δυνάμεων ενώ διατάχτηκε. Η άρνηση του οδήγησε στη φυλάκισή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και όλων των ανδρών της οργάνωσης. Με την είσοδο και τη νίκη των Αμερικανών συνελήφθη στο Κίτσμπιχελ τον Μάιο του '45 και ζήτησε την μεταφορά του στην Ελλάδα για να πολεμήσει εναντίον των κομμουνιστών. Όταν τελικά μετά από αδικαιολόγητη καθυστέρηση μηνών στάλθηκε στην Ελλάδα, ο Πούλος προσπάθησε να πείσει τους δικαστές και την κοινή γνώμη ότι ήταν αγνός πατριώτης και ιδεαλιστής, που πολέμησε τον κομμουνισμό. Τόνιζε συνέχεια το τελευταίο θέλοντας να αποδείξει πόσο προφητικά έδρασε στην Κατοχή. Μη ξεχνάμε ότι την ίδια ώρα το επίσημο κράτος βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με τον Δημοκρατικό στρατό. Ο ίδιος έγραψε μεταξύ άλλων στην απολογία του: "Ζήτησα από τις γερμανικές αρχές κατοχής την άδεια να σχηματίσω ένα σώμα και να το εξοπλίσω από τις γερμανικές αποθήκες...Το σώμα μου αριθμούσε 300 άντρες [ εκτός από τους 600 που συνιστούσαν τις εφεδρείες στα χωριά της περιοχής μου]. Από τους Γερμανούς έλαβα 200 τουφέκια του πρώην ελληνικού στρατού, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν θα στρέφονταν εναντίον τους..."(7). Το κατηγορητήριο για τον Πούλο δεν ήταν μόνο σχετικά με τη συνεργασία του με τους Γερμανούς. Υπήρχε και άλλη κατηγορία σχετικά με κατασκοπεία κατά της ίδιας του της πατρίδας αλλά και την εξουδετέρωση των πρακτόρων της αγγλικής αντικατασκοπείας. Η δίκη περί κατασκοπείας, έλαβε χώρα την 22α Μαΐου 1947, στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε κατά περίεργο τρόπο λίγες μέρες αργότερα. Σχετικά όμως με το κατηγορητήριο περί συνεργασίας με τον εχθρό στο διάστημα της κατοχής ο Πούλος δεν ήταν το ίδιο τυχερός. Ο ίδιος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί το γεγονός του πολέμου και να πείσει το επίσημο κράτος να τον απελευθερώσει, ώστε να βοηθήσει με την πείρα του κατά του κομμουνισμού. Στις 2 Δεκεμβρίου 1947 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων ξεκίνησε τις συνεδριάσεις του. Ο Πούλος υποστήριξε για άλλη μια φορά την "πατριωτική" δράση του και την προστασία που πρόσφερε στους χωρικούς έναντι του ΕΛΑΣ. Λίγες μέρες μετά, στις 11 του μηνός, το δικαστήριο καταδίκασε τον Πούλο και όσους από τους άνδρες του είχαν συλληφθεί, σε θανατική καταδίκη και δις ισόβια. Μετά από ενάμιση χρόνο, στις 11 Ιουνίου 1949, ο Πούλος εκτελέστηκε στο Γουδί, ενώ πιο πριν είχε καταθέσει αίτηση χάριτος. Η εκτέλεσή του αποτέλεσε χαρμόσυνο γεγονός για το σύνολο του ελληνικού λαού και χαιρετίστηκε με ανακούφιση από σύσσωμο τον ελληνικό Τύπο.
Πηγές: (1) βλ. "Οι άλλοι Καπετάνιοι, αντικομουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου", Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), δ' έκδ., Αθήνα 2007, σ.66.
(2) βλ. "Οι δωσίλογοι της κατοχής", Ιάκωβος Χονδροματίδης, α' εκδ., Αθήνα 2008, σ. 63.
(3) βλ. "Οι άλλοι Καπετάνιοι, αντικομουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου", Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), δ' έκδ., Αθήνα 2007, σ.68.
(4) βλ. "Η Γερμανική στολή στη ναφθαλίνη, επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974", Στράτος Δορδανάς, β' έκδ., Αθήνα 2012, σ.151.
(5) βλ. Στο ίδιο, σ. 165-166.
(6) βλ. "Οι δωσίλογοι της κατοχής", Ιάκωβος Χονδροματίδης, α' εκδ., Αθήνα 2008, σ.65.
(7) βλ. Δικογραφίες Δοσιλόγων, Γεώργιος Πούλος, 4 Απριλίου 1946.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου