Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΙΓΑΝΤΕ


 Σε αυτήν την διεύθυνση δημοσιεύτηκε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ιστορικού Δημοσθένη Κούκουνα σχετικά με την δολοφονία του Ιωάννη Τσιγάντε απ΄τους Ιταλούς στις 14 Ιανουαρίου του 1943.

 Λόγω του ότι το άρθρο είναι πολύ αναλυτικό και μακροσκελές, παραθέτουμε ένα απόσπασμα που ίσως να ρίχνει φως στο μυστήριο σχετικά με την κατάδοση του Τσιγάντε στους Ιταλούς:

 
Τελικά, όμως, ποιο ήταν το πρόσωπο που έκανε την κατάδοση; Το αδιαμφισβήτητο στοιχείο ήταν ότι επρόκειτο για γυναίκα. Αλλά μια ανώνυμη γυναικεία φωνή δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε για παραπλάνηση από εκείνους που ήθελαν νεκρό τον Τσιγάντε, είτε ήταν η Ιντέλιτζενς Σέρβις, είτε το ΕΑΜ, είτε κάποια άλλη πολιτική ομάδα. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν πικραμένες ερωμένες του δραστήριου Τσιγάντε και μία απ’ αυτές θα είχε ένα καλό κίνητρο «ψυχικού βρασμού» για την αποτρόπαια κατάδοση.
Πάντως, έχει καταγραφεί μια γυναικεία παρουσία στη γκαρσονιέρα της Πατησίων αρ. 86, ελάχιστη μόλις ώρα πριν από την προδοσία. Ο αστυνόμος Λ. Παρίσης αναφέρεται στην παρουσία της «κυρίας Ψαρρού», η οποία συζητούσε με τον Τσιγάντε στις 10.30 π.μ. Προσθέτει χαρακτηριστικά ότι του πρόσφεραν ...βερμούτ και ότι άφησε την «κυρία Ψαρρού» εκεί ένα τέταρτο αργότερα όταν έφυγε. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, στο τασάκι βρέθηκαν τρία αποτσίγαρα «με κοκκινάδι», χωρίς να βεβαιώνεται ότι επρόκειτο για τσιγάρα που είχε καπνίσει η ίδια ή ίσως μια άλλη γυναίκα.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα τι να ήθελε η κυρία Ψαρρού εκεί, στην υποτιθέμενη γιάφκα. Σημειωτέον ότι η κυρία Ψαρρού δεν ήταν άλλη από τη σύζυγο του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, στρατιωτικού αρχηγού της ΕΚΚΑ, που το Πάσχα του 1944 θα βρει οικτρό θάνατο ύστερα από τη διάλυση του 5/42 Συντάγματός του. Η κυρία Ψαρρού ταυτόχρονα όμως ήταν αδελφή της κυρίας Τσιγάντε και δεν αποκλείεται η συζήτηση με τον γαμπρό της να αναφερόταν σε κρίσιμα οικογενειακά θέματα του ζεύγους και να μετέφερε τις απόψεις της τελευταίας αναφορικά με τον μόνιμο δεσμό του ταγματάρχη Τσιγάντε με την Ελβετίδα Μαλού ή άλλες εξωσυζυγικές σχέσεις... Και μια τελευταία λεπτομέρεια, που την επισημαίνει ο Σπυρ. Κώτσης, μέλος της αποστολής Τσιγάντε: Κανείς οικείος ή συγγενής δεν ενδιαφέρθηκε να παραλάβει τη σορό του νεκρού αξιωματικού, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να την παραδώσουν στην Αστυνομία για ταφή.
Την εκδοχή της ζήλειας, που οδήγησε την άγνωστη καταδότρια στην αποτρόπαια πράξη της, υιοθετεί και η Ιωάννα Τσάτσου στο κατοχικό ημερολόγιό της («Φύλλα Κατοχής»), στο οποίο δίνει με χαρακτηριστική συντομία το πλαίσιο της εμφάνισης του Τσιγάντε στην κατοχική Αθήνα.
15 Σεπ. 1942: «Τηλεφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος πως έφθασε στην Ελλάδα ο Γιάννης Τσιγάντες, με μεγάλα σχέδια, πολλά μέσα και πολλά χρήματα. Πρώτος σκοπός του Τσιγάντε είναι ο συντονισμός της αντίστασης και η αποτελεσματική συμπαράστασή της από μέρους της ελεύθερης Κυβέρνησης. Το γεγονός είναι αξιόλογο. Νοιώθομε πως η επίσημη ελεύθερη Ελλάδα μάς στεγάζει. Δεν θα είμαστε πια σκόρπιοι αντιμαχόμενοι, ανοργάνωτοι».
15 Οκτ. 1942: «Ο λοχαγός Στέφανος Δούκας κοντά στ’ άλλα είναι και σύνδεσμος του Γιάννη Τσιγάντε. Έρχεται ταχτικά και βλέπει τον Κωστάκη. Ο Τσιγάντες θέλει να οργανώσει το Ανώτατο Εθνικό Συμβούλιο με Πρόεδρο το Δεσπότη. Είναι δύσκολο. Χρειάζονται πρόσωπα εμπιστοσύνης και γενικού κύρους. Ο Κωστάκης δίνει ονόματα και ιδέες στον Στέφανο Δούκα και ο Δούκας τα μεταφέρει στον Τσιγάντε».
23 Νοε. 1942: «Οι συνεννοήσεις του Τσιγάντε με τον Κωστάκη συνεχίζονται. Σ’ όλα τα κύρια σημεία έχουν συμφωνήσει. Τώρα ήρθε η ώρα να συναντηθούν με τον Αρχιεπίσκοπο».
8 Ιαν. 1943: «Αλλοιωμένος, κατάκοπος, ο Μακαριώτατος ήρθε χτες αργά στο σπίτι, όπου τον περίμενε ο Γιάννης Τσιγάντες. Οι εικόνες που είχε ζήσει όλη μέρα τον παρακολουθούσαν και τον βασάνιζαν. Σιγά σιγά άρχισε να μιλάει κι αυτόν ήταν μια ανακούφιση, μια διέξοδος. Έπειτα με τον Γιάννη Τσιγάντε και τον Κωστάκη έβαλαν τις βάσεις του Εθνικού Συμβουλίου».
12 Ιαν. 1943: «Ο Κωστάκης πήγε να συναντήσει τον Τσιγάντε σ’ ένα σπίτι πίσω από το Θέατρο Περοκέ. Είχαν ακόμη πολλά να συζητήσουν. Στη συζήτηση παρευρίσκονταν κι οι συνεργάτες του Τσιγάντε Κ.17 και Κ.18 (Ιωαννίδης και Λιναράς)».
14 Ιαν. 1943: «Απίστευτο σαν παραμύθι. Ο Στέφανος Δούκας αλλοιωμένος μάς έφερε την είδηση. Ο Γιάννης Τσιγάντες είναι νεκρός. Μια γυναίκα, λένε από ζήλεια, τηλεφώνησε στους ιταλούς: “Πηγαίνετε Πατησίων 86, θα συλλάβετε άγγλο”. Οι ιταλοί πολιόρκησαν την πολυκατοικία. Έγινε σωστή μάχη».
15 Ιαν. 1943: «Σήμερα έγινε η κηδεία του. Θάψαμε το παλληκάρι, θάψαμε και την ιδέα μιας πανεθνικής αντίστασης. Το βραδάκι ήρθε ο Στέφανος και μας είπε περισσότερα νέα. Οι ιταλοί μετά το τηλεφώνημα άρχισαν συστηματική έρευνα σ’ όλα τα πατώματα της πολυκατοικίας. Στην γκαρσονιέρα του Τσιγάντε ήταν δυο δικοί μας αξιωματικοί. Όταν δοκίμασαν να βγουν εμποδίστηκαν από τον ιταλό φρουρό. Τότε γύρισαν πίσω και πληροφόρησαν τον Τσιγάντε πως είναι πολιορκημένοι. Εκείνος ψύχραιμος άρχισε να καίει το αρχείο του. Ήταν μεγάλο, δεν πρόφταινε να τα κάψει όλα. Έσχιζε και έρριχνε τα χαρτιά στη φωτιά. Έρριχνε και μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας. Οι ιταλοί είδαν καπνό και μπήκαν στην γκαρσονιέρα. Ο Τσιγάντες έβγαλε το πιστόλι του, πυροβόλησε τον ιταλό και δοκίμασε να φύγει. Στην εξώπορτα όμως τον εμπόδισε ο σκοπός. Πυροβόλησε κι αυτόν και τον πλήγωσε. Μα ο λαβωμένος τού τράβηξε από πίσω και το παλληκάρι έπεσε νεκρό».
24 Ιαν. 1943: «Πάρα πολλοί αξιωματικοί και πολίτες είναι ανακατεμένοι στην υπόθεση Τσιγάντε. Όλους αυτούς τους μήνες που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε ατελείωτες επαφές. Όπως συνήθιζε να κρατά σημειώσεις, κανείς δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή αν το όνομά του δεν είναι στα χέρια των Ιταλών. Όλοι κρύβονται. Ο Στέφανος Δούκας είναι σ’ επαφή μ’ ένα δίχτυο αντικατασκοπείας. Περνά ταχτικά από το σπίτι και μου λέει τα τελευταία νέα. Εγώ πάλι τα μεταδίδω στον Κωστάκη κι αυτός στον Αρχιεπίσκοπο. Οι ιταλοί έχουν σπάσει τη λεκάνη και έχουν πολλά χαρτιά στα χέρια τους».
Παρά την προσπάθεια του Τσιγάντε, λίγα λεπτά πριν από τον θάνατό του, να καταστρέψει όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία, τελικά η ιταλική αντικατασκοπεία συνέλεξε πολλά στοιχεία και κατάφερε να συνθέσει έναν κατάλογο εκατό ονομάτων, τα περισσότερα των οποίων όμως ήταν κωδικοποιημένα, έτσι ώστε να μην αξιοποιηθούν από τους Ιταλούς ανακριτές. Παρά τις πολλές έρευνες και ανακρίσεις, ελάχιστες συλλήψεις έγιναν με βάση αυτό το υλικό, ενώ απόρροια του φόνου Τσιγάντε ήταν να απομακρυνθεί, πρόσκαιρα μόνον, από τη θέση του ως αστυνομικού διευθυντή ο Άγγελος Έβερτ, που είχε εμπλακεί επειδή ο Τσιγάντες εμφανιζόταν ως αξιωματικός της Αστυνομίας και κατείχε αντίστοιχη ταυτότητα.
Μετά τον πόλεμο για πολλούς μήνες διενεργήθηκαν από τις ελληνικές υπηρεσίες επίσημες έρευνες (από τον αξιωματικό της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Κοκορέτσα και τον αξιωματικό του Στρατού Π. Μπενηψάλτη) για να διαπιστωθεί ποιος ήταν ο καταδότης του Τσιγάντε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου