του Ιωάννη Κωτούλα
Η παραμονή του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα ως δύναμης κατοχής συνήθως αντιμετωπίζεται από την ιστοριογραφία, αλλά και από τη συλλογική αντίληψη, ως μία φάση σχετικά ήπιας συμπεριφοράς των κατοχικών στρατευμάτων έναντι του ελληνικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα η εικόνα αυτή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό περισσότερο μεταπολεμική κατασκευή, ιδίως με δεδομένη την άκριτη ενίοτε απόδοση όλων των εγκληματικών ενεργειών στον γερμανικό στρατό κατοχής, συνέπεια του έντεχνα προβεβλημένου μύθου της ευγενούς συμπεριφοράς του ιταλικού στρατού κατοχής προς τους Έλληνες. Η συνύπαρξη των Ιταλών στρατιωτών με τον υποτελή ελληνικό πληθυσμό δεν υπήρξε μία αρμονική εμπειρία συνετής κατοχής, αλλά αφενός μία οργανωμένη απόπειρα εθνολογικής αλλοίωσης συγκεκριμένων περιοχών αφετέρου μία βίαιη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού.
Μετά την κατάρρευση της ελληνικής αντίστασης και την ολοκλήρωση της κατάκτησης του ελληνικού κράτους τον Μάιο του 141, με την κατοχή και της Κρήτης, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις διοικητικές ζώνες. Η ιταλική στρατιωτική παρουσία αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, δηλαδή το σύνολο της ηπειρωτικής Ελλάδος, εκτός από την κεντρική Μακεδονία, όπου υπήρχε γερμανική διοίκηση, την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπου υπήρχε βουλγαρική διοίκηση - εκτός από τον Έβρο, όπου υπήρχε γερμανική παρουσία - και την πρωτεύουσα Αθήνα, όπου υπήρχε μεικτή ιταλο-γερμανική παρουσία. Οι Ιταλοί ήταν επίσης παρόντες στα νησιά του Αιγαίου (εκτός της Λήμνου, της Λέσβου, της Χίου και της Μήλου), καθώς και στην ανατολική Κρήτη. Τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν ιταλική κτήση από το 1912, ενώ τα Επτάνησα, πλην των Κυθήρων, είχαν προσαρτηθεί επισήμως στο ιταλικό κράτος από το 1941.
Ήδη από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία εγκαινίασε μία πολιτική τρομοκρατικών μέτρων σε βάρος του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Μετά τις πρώτες αποτυχίες του ιταλικού στρατού στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Μουσολίνι εξέδωσε διαταγές προς την αεροπορία να πραγματοποιήσει συνεχείς βομβαρδισμούς στην ελληνική εδαφική επικράτεια, απηχώντας μία παλαιότερη απειλή του να καταστρέψει και να ισοπεδώσει όλα τα αστικά κέντρα με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Καθώς, μάλιστα, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή συγκροτήματα βιομηχανικής παραγωγής στα μετόπισθεν των ελληνικών θέσεων ή γενικά στην επικράτεια, η ιταλική αεροπορία επέλεξε εσκεμμένα ως στόχους της διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Την περίοδο αυτή σημειώθηκαν βομβαρδισμοί της Άρτας, της Κέρκυρας, της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης, των Πατρών και του Πειραιά. Σκοπός των βομβαρδισμών, σύμφωνα με τη διαταγή του ίδιου του Μουσολίνι, ήταν «η αποδιοργάνωση της ζωής των πολιτών στην Ελλάδα και η πρόκληση πανικού παντού».
Κατά την περίοδο των εικοσιεννέα μηνών - έως τον Σεπτέμβριο του 1943 - που διήρκεσε η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα, υπήρξαν πολυάριθμα περιστατικά εκτελέσεων και σφαγών σε βάρος του ελληνικού λαού. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από την γερμανική κατοχή, τον Οκτώβριο του 1944, συστάθηκε τον Ιούνιο του 1945 το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου το οποίο θα εξέταζε τις επιχειρήσεις των κατοχικών δυνάμεων. Η ιταλική κατοχή, συγκεκριμένα, προκάλεσε εκτεταμένες ανθρώπινες απώλειες. Πολυάριθμοι αξιωματικοί του ιταλικού στρατού κατηγορήθηκαν μεταπολεμικά για την πραγματοποίηση συνοπτικών εκτελέσεων, την εκτέλεση ομήρων, καθώς και για πολλές σφαγές αμάχων τους πρώτους οκτώ μήνες του 1943. Η δράση των ιταλικών δυνάμεων κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού αφορά τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της δυτικής Μακεδονίας. Τα ιταλικά εγκλήματα ήταν τριών ειδών: α) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, β) πολιτικά εγκλήματα και γ) εγκλήματα οικονομικής φύσης.
Με τον όρο πολιτικά εγκλήματα οι ελληνικές αρχές ουσιαστικά αναφέρονταν στο σχέδιο εδαφικού διαμελισμού της Ελλάδος, μέσω της υποκίνησης των αλβανικών διεκδικήσεων στο θέματος της Τσαμουριάς, καθώς και στο συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού των Ιονίων Νήσων, που είχε επιβάλλει η ιταλική διοίκηση από το 1941. Άλλωστε μακροπρόθεσμος στόχος της ιταλικής πολιτικής ήταν η τελική διάλυση του ελληνικού κράτους και η υπαγωγή του σε ένα οργανωτικό πλέγμα υπό την ιταλική επικυριαρχία. Με τον όρο εγκλήματα οικονομικής φύσης η ελληνική πλευρά αναφερόταν στην εκμετάλλευση της κατεχόμενης Ελλάδος από την ιταλική στρατιωτική διοίκηση. Για την ελληνική πλευρά ο λιμός που σημειώθηκε τον χειμώνα του 1941-42 και την αμέσως επόμενη περίοδο ήταν συνέπεια της γενικής κατοχικής πολιτικής των Ιταλών. Από τον λιμό αυτό υπολογίζεται ότι πέθαναν τουλάχιστον 100.000 άτομα. Ο πληθωρισμός, στον οποίον κατέφυγαν οι κατοχικές αρχές, γερμανική και ιταλική, ώστε να αντιμετωπιστούν τα έξοδα κατοχής, θεωρήθηκε επίσης έγκλημα πολέμου. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της Κατοχής υπήρξε σε μεγάλο βαθμό απόρροια της κατοχικής πολιτικής των Ιταλών πρωτευόντως.
Ο ιταλικός στρατός κατοχής επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό προτού αντίστοιχες ενέργειες πραγματοποιηθούν από τις γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, κατά την επίταση των επιχειρήσεων κατά των ανταρτών τα έτη 1943-1944. Οι Ιταλοί στρατιώτες επέδειξαν έντονη σκληρότητα προς τους Έλληνες πολίτες, καθώς και έντονη τάση για λεηλασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λεηλασίες των Ιταλών στρατιωτών σε βάρος των αγαθών των αμάχων Ελλήνων αποτελούσαν συνήθη πρακτική, ακόμη και όταν πραγματοποιούνταν εκτελέσεις. Προτού καταστρέψουν τα χωριά ή ζητήσουν τον βομβαρδισμό τους, οι Ιταλοί αξιωματικοί κατά κανόνα έδιναν την άδεια στους στρατιώτες των μονάδων τους να προβούν σε λεηλασία των κτισμάτων και των νεκρών αμάχων Ελλήνων πολιτών.
Η συμπεριφορά των Ιταλών στρατιωτών αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση της αντίστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπήρξε καθαρά εκδικητική. Οι Ιταλοί φέρθηκαν με μεγάλη σκληρότητα προς τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό κατά την προέλαση των μονάδων τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι αρχικά τήρησαν ευμενή στάση.
Η συμπεριφορά των Ιταλών στρατιωτών αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση της αντίστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπήρξε καθαρά εκδικητική. Οι Ιταλοί φέρθηκαν με μεγάλη σκληρότητα προς τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό κατά την προέλαση των μονάδων τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι αρχικά τήρησαν ευμενή στάση.
Στα Επτάνησα επικεφαλής της νέας πολιτικής διοίκησης ορίστηκε ο Πιέρο Παρίνι (Piero Parini). Ο Παρίνι απαγόρευσε την χρήση της ελληνικής νομοθεσίας, επιβάλλοντας την άμεση αντικατάστασή της με την ισχύουσα ιταλική. Οι Έλληνες δικαστικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την παράνομη - από άποψης διεθνούς δικαίου - μεταβολή, υπέστησαν διώξεις. Οι ιταλικές αρχές επίσης αρνήθηκαν να επιτρέψουν την αποστολή βοήθειας από διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έως το 1943, όταν έφθασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Στα Επτάνησα γενικώς εφαρμόστηκε πολιτική εθνικής και πολιτιστικής γενοκτονίας κατά του ελληνικού στοιχείου σε όλες τις βαθμίδες της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής. Οι πολίτες αποτρέπονταν από τη δημόσια χρήση της ιταλικής γλώσσας, ενώ η ιταλική γλώσσα κατέστη επίσημη γλώσσα των Επτανήσων. Στο εκπαιδευτικό σύστημα οι Έλληνες διευθυντές των σχολικών ιδρυμάτων αντικαταστάθηκαν με Ιταλούς αξιωματούχους, ενώ και το πρόγραμμα διδασκαλίας αντικαταστάθηκε με αυτό που ήταν σε χρήση στην Ιταλία. Οι μεταβολές αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα διώξεις κατά καθηγητών, μαθητών και των οικογενειών τους. Καθ’ όλη την περίοδο της ιταλικής κατοχής στα Επτάνησα συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ή μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης - στα νησιά Παξοί, Οθωνοί και Λαζαράτοι - περισσότεροι από 3.500 Έλληνες πολίτες. Σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σημειώθηκαν ποικίλα βασανιστήρια κατά των κρατουμένων.
H συνέχεια εδώ: http://www.emfilios.blogspot.fr/2013/02/1941-43.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου