ΓEΩPΓIOΣ N. MOΣXOΠOYΛOΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου στη Nεότερη Iστορία
Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον Απρίλιο του 1944, με συγκεκριμένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα, με ελπίδες και υποσχέσεις και με τη συναίνεση των συμμάχων -κυρίως της Μ. Βρετανίας- και ακόμη, και το σημαντικότερο, με την απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις προσωπικές του δυνάμεις, που πάντοτε συνιστούσε το κύριο χαρακτηριστικό του, έφτανε στο Κάιρο, ούτε καθ' υποψίαν μπορούσε να συλλάβει την εμπλοκή του, μόλις μετά επτάμηνο, στο τραγικότερο ολοκαύτωμα της χώρας. Ούτε μπορούσε να φαντασθεί την κυνικότητα της βρετανικής διπλωματίας και συγκεκριμένα του συνεργάτη του και αρχιτέκτονα των πεπρωμένων της Ελλάδας, τη συγκεκριμένη εκείνη περίοδο (1943-1944), Ουίνστον Τσόρτσιλ, που κατά την κορύφωση της εμφυλιακής δεκεμβριανής κρίσης έδινε από τη βρετανική πρωτεύουσα την εντολή, εν ανάγκη, να φυλακισθεί ο πρωθυπουργός της χώρας προκειμένου να ολοκληρωθεί το σχέδιο επιβολής της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα, επιδικασμένη από τη σύσκεψη του Κρεμλίνου (9 προς 10 Δεκεμβρίου 1944) στη ζώνη επιρροής της Μ. Βρετανίας.
Σε ρόλο μοιραίο
Οι απόψεις αυτές και η προγενέστερη πολιτεία του πρωταρχηγού της παπανδρεϊκής «δυναστείας» (σύλληψή του από τις αρχές Κατοχής και φυλάκισή του στις φυλακές «Αβέρωφ» τον Μάρτιο του 1942, επαφές του με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μ. Ανατολής κ.ά.) τεκμηρίωσαν την άποψη των Συμμάχων ότι ήταν ο κατ' εξοχήν ικανότερος πολιτικός άνδρας να διαδραματίσει τον μεσολαβητικό και ρυθμιστικό ρόλο στο ανάστατο πολιτικό πεδίο της χώρας κατά την κρισιμότερη ώρα προς την απελευθέρωση. Η αναφορά του Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Δ΄, μετάφρ. Αντώνη Σαμαράκη, Αθήνα, σσ. 300-301) θεωρείται έγκυρη μαρτυρία: «Το τέλος της ανταρσίας [ενν. μερίδας των ελληνικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής] έδωσε μεγαλύτερη οξύτητα στην συγκρότηση μιας νέας κυβερνήσεως. Δεν υπήρχε η εντύπωση ότι ο [Σοφοκλής] Βενιζέλος ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για την αποστολή αυτήν, και ο Παπανδρέου, ο Αρχηγός του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τον οποίον είχαν ειδικά καλέσει από την Ελλάδα, τον αντικατέστησε στις 26 Απριλίου».
Υπήρξαν, λοιπόν, σαφείς οι πολιτικές θέσεις, οι προθέσεις και οι σχεδιασμοί του Γ. Παπανδρέου και γνώριμοι στις ηγεσίες των κομμάτων και των πολιτικών οργανώσεων της χώρας, πριν ακόμη ο αρχηγός του Δ.Σ.K. μεταβεί στο Κάιρο ως «σταυροφόρος της Εθνικής Ενώσεως», όπως ο ίδιος δηλώνει. Εξάλλου στα κείμενά του που απευθύνονται, πριν επίσης αναχωρήσει για το Κάιρο, προς το Κ.Κ.Ε. (10.12.1943), το Ε.Α.Μ. (15.12.1943) και τον πολιτικό κόσμο της χώρας, τέλος Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τον επιδιωκόμενο στόχο. Σε απαντητικό κείμενό του λ.χ. προς το Ε.Α.Μ. διευκρινίζει: «Oπως θα υπάρχη ΜΙΑ Κυβέρνηση, έτσι θα πρέπει να υπάρχη καί ΕΝΑ Αρχηγείο του Εθνικού Αγώνα, που θα υπακούη στην Εθνική Κυβέρνηση και θα συνεργάζεται με το Συμμαχικό Στρατηγείο [...]» (Γ. Παπανδρέου, ό.π., σ. 33).
Εκφράζεται, λοιπόν, από το 1943 εκ μέρους του μια πορεία χαρασσόμενη στο πλαίσιο, όπως φαίνεται, ειλημμένων αποφάσεων σε διεθνές επίπεδο, αλλά πορεία ξεκάθαρη, με κύριο γνώμονα τις «ζώνες επιρροής» των «μεγάλων» νικητών του πολέμου, γεγονός, βέβαια, που οριστικοποιείται αρκετούς μήνες αργότερα (Οκτώβριος 1944) στη γνωστή συνάντηση των Τσόρτσιλ και Στάλιν στο Κρεμλίνο. Ωστόσο, και παρά τη γνώση των δεδομένων, στην πρόταση του Γ. Παπανδρέου (Ιούλιος 1943) «Να επέλθη εγκαίρως πλήρης συνεννόησις της Κυβερνήσεως Καΐρου και των ενταύθα πολιτικών αρχηγών, όχι μόνο κατ' αρχήν αλλά και επί των συγκεκριμένων θεμάτων της συνθέσεως της πολιτικής και μετακατοχικής Οικουμενικής Κυβερνήσεως», η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε., τον Ιανουάριο του 1944, θα ανταποκριθεί με πνεύμα συνεργασίας: «Αγωνιζόμαστε ανεπιφύλαχτα στο πλευρό των μεγάλων συμμάχων μας -Σοβιετικής Ένωσης, Μ. Βρεττανίας, Ενωμένων Πολιτειών- [...]» (Το Κ.Κ.Ε., 10 Χρόνια Αγώνες (1935-1945, Αθήνα 1945, σ. 222). Αγαθές προθέσεις για τον ίδιο στόχο, στο πλαίσιο πάντοτε των προκαθορισμένων, εκφράζονται επίσης και εκ μέρους της Μ. Βρετανίας. Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, όπως προκύπτει από τα απομνημονεύματά του (ό.π., σσ. 294-295), απευθυνόμενος με επιστολή του (9.4.1944) στον Βρετανό πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση (Αίγυπτος), Λήπερ, μαρτυρεί αυτές τις προθέσεις, που παραπέμπουν σε ελπίδες και υποσχέσεις για την επιτυχή διεκπεραίωση της ελληνικής υπόθεσης: «Η μόνη μας επιθυμία και το μόνο μας συμφέρον είναι να δούμε την Ελλάδα να γίνεται ένδοξο και ελεύθερο έθνος στην Ανατολική Μεσόγειο, σύμμαχο των νικηφόρων δυνάμεων. [...] Η Ελλάς, όταν ο Γερμανός κατακτητής θα έχη εκδιωχθή, θα μπορή να είναι Δημοκρατία ή Μοναρχία, σύμφωνα με τη θέληση του λαού της». Και συμπληρώνοντας, βέβαια, ο Βρετανός πρωθυπουργός υπαινίσσεται το προκαθορισμένο πλαίσιο ανέλιξης των πολιτικών πραγμάτων στον ελλαδικό χώρο: «Aς εργασθούμε λοιπόν για να επιτύχωμεν τον σκοπόν αυτόν, και ας καταστήσωμε σε όλους σαφές ότι πάσα ένδειξις κακής διαγωγής θα τιμωρηθή ασφαλώς».
«Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, ένας Στρατός...»
Με αυτές τις προδιαγραφές σχηματίζεται στο Κάιρο, μετά την παραίτηση του Σοφοκλή Βενιζέλου, η υποτυπώδης κυβέρνηση των 30 ημερών (26 Απριλίου - 24 Μαΐου 1944), με πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ καθήκοντα υπουργών των άλλων υπουργείων είχαν ανατεθεί προσωρινά στους Γενικούς Διευθυντές. Κύριος στόχος της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού: Η συγκρότηση «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν όλων των πολιτικών κομμάτων και των εθνικών απελευθερωτικών δυνάμεων» της χώρας, με βασικό σύνθημα: «Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, ένας Στρατός», πρωταρχική δε και αγωνιώδης μέριμνα: «Η ενοποίησις και πειθάρχησις, υπό τας διαταγάς της Ενιαίας Κυβερνήσεως, όλων των ανταρτικών σωμάτων της Ελευθέρας Ελλάδος», «Η κατάργησις της τρομοκρατίας εις την ελληνικήν ύπαιθρον» και «Η εξασφάλισις [...] της τάξεως και της Ελευθερίας του Ελληνικού Λαού, εις τρόπον ώστε, απηλλαγμένος και υλικής και ψυχολογικής βίας, ν' αποφασίση κυριάρχως και διά το Πολίτευμα και διά το Κοινωνικόν Καθεστώς και διά την Κυβέρνησιν της αρεσκείας του» (Γ. Παπανδρέου, ό.π., σσ. 54-55).
Στον Λίβανο (17-20 Μαΐου 1944), στο μεγάλο συνέδριο των αντιπροσώπων των πολιτικών κομμάτων και των αγωνιζομένων οργανώσεων, υπό την προεδρία του νέου πρωθυπουργού της χώρας, μέσα από πολύωρες συζητήσεις και τις σχετικές προτάσεις, αναδύεται η ελπίδα της συμφωνίας. Το Εθνικό Συμβόλαιο, κείμενο-πρόταση του πρωθυπουργού, αποτελούμενο από οκτώ κεφάλαια, υπογράφεται από το σύνολο των αντιπροσώπων και ο Γεώργιος Παπανδρέου, έμπλεος χαράς για την αίσια περαίωση της βασικής πράξης για την περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων, απευθυνόμενος προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αντιπροσώπους, θα υπογραμμίσει: «Η αποστολή μου έληξε. Επανερχόμενος εις Κάιρον θα ανακοινώσω εις τον Βασιλέα ότι είμαι ευτυχής, διότι η εντολή την οποίαν έλαβον ευωδώθη κατά τόσον αίσιον τρόπον και θα υποβάλω την παραίτησίν μου. Η πρωτοβουλία διά τον σχηματισμόν της νέας Κυβερνήσεως θα ανήκη εις τον Ανώτατον Aρχοντα. [...] Την στιγμήν όμως αυτήν, η οποία είναι πράγματι ιστορική, απευθυνόμενος προς υμάς, έχω την χαράν και το δικαίωμα να διακηρύξω ότι η Ελληνική Ηγεσία κατέστη ανταξία του Λαού. Πραγματοποιούντες την Εθνικήν Eνωσιν εξήρθητε εις το ύψος του Ελληνικού Λαού, του Hρωος και του Μάρτυρος [...].Υπήρξατε άξιοι της Ελλάδος. Είμαι ευτυχής διά την ευόδωσιν του έργου μας. Και διά να πανηγυρίσωμεν εις την ιστορικήν αυτήν ώραν σας παρακαλώ να αναφωνήσωμε: Ζήτω η αιωνία Ελλάς» (Γ. Παπανδρέου, ό.π., σσ. 79-80).
Δεν φαίνεται μικρότερη η συγκίνηση και των μελών του μνημειώδους Συνεδρίου. Στο επίσημο ανακοινωθέν που εκδίδεται στη Βηρυτό (21.5.1944) χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται: «Αφού υπέγραψαν όλοι οι αντιπρόσωποι, ανεξαιρέτως, εν μέσω γενικών χειροκροτημάτων εξέφρασαν τον θαυμασμόν των προς τον Eλληνα πρωθυπουργόν διά την ικανότητα με την οποίαν διηύθυνε το έργον της διασκέψεως, το οποίον ωδήγησεν εις την επίτευξιν της Εθνικής Ενότητος. Κατά την λήξιν της συνεδριάσεως όλοι οι αντιπρόσωποι, όρθιοι, εκράτησαν σιγήν ενός λεπτού εις μνήμην των νεκρών του πολέμου και των τραγικών αλληλοκτόνων ταραχών· κατόπιν εζητωκραύγασαν υπέρ του Eθνους και των Συμμάχων» (ό.π., σ. 82).
«Γνωρίζομεν τι μας ζητούν...»
Φρούδες ελπίδες... Από το τέλος Ιουνίου 1944 ώς τον αιματοβαμμένο Δεκέμβρη, μέσα από τις επίμονες διπλωματικές διεργασίες αναδεικνύεται η μοιραία πάλη. Το όραμα του εαμικού κινήματος προβάλλει δειλά, αλλά σταθερά, αντιμέτωπο στην αναδυόμενη προπολεμική καθεστηκυία τάξη. Ο Γεώργιος Παπανδρέου στο μετερίζι της φιλελεύθερης συντηρητικής πολιτικής του (και πολιτικής, οπωσδήποτε, των βρετανικών στόχων) δέχεται τις έντονες αντιδράσεις των δυνάμεων του Κ.Κ.Ε., του Ε.Α.Μ. και της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Αντίστασης (Π.Ε.Ε.Α.). Στην προσπάθειά του για τη συμμετοχή αντιπροσώπων τούτων των δυνάμεων στη σχηματιζόμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως δέχεται τα τηλεγραφήματα αμφισβήτησης και υποβολής όρων των στελεχών του κινήματος Πορφυρογένη, Σαράφη, Μπακιρτζή, Χατζή και Σιάντου. Το τηλεγράφημα των τριών τελευταίων, οι οποίοι εκπροσωπούν την Π.Ε.Ε.Α (Πολιτική Eπιτροπή Eθνικής Aπελευθέρωσης), το Κ.Κ.Ε. και το Ε.Α.Μ., απευθυνόμενο προς τους απεσταλμένους τους στο Κάιρο για τις διαπραγματεύσεις, αναδεικνύει την ένταση της αναδυόμενης πάλης και μεταθέτει σε άλλο επίπεδο τις θέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου. Στην πρόκληση «εάν οι όροι μας γίνουν δεκτοί, μηνύσατέ μας όπως στείλωμεν ομάδα υπουργών, αν όχι, παρακαλούμε διακόψατε διαπραγματεύσεις και επιστρέψατε», ο πρωθυπουργός της σχηματιζόμενης κυβέρνησης, εντεταλμένος για την πορεία προς την προκαθορισμένη λύση, θα δώσει το έναυσμα προς τη μοιραία (και προσχεδιασμένη από τη Βρετανία για την τελική κάθαρση) σκλήρυνση της πολιτικής θέσης του: «Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνομεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα! Μας ζητούν να παραδώσωμεν την Ελλάδα. Αρνούμεθα!» (ό.π., σ.117).
Από εδώ και πέρα οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Γεωργίου Παπανδρέου για την πραγμάτωση του οράματός του, την απόλυτη συμφωνία των δυνάμεων της χώρας και την αναίμακτη έξοδο από οποιαδήποτε εμφανιζόμενη κρίση, εμπλεκόμενες στη μέγγενη των εκατέρωθεν πιέσεων (του Ε.Α.Μ. και της πολιτικής της Βρετανίας) θα έχουν ως συνέπεια τις εκάστοτε διακυμάνσεις. Η είσοδος των αντιπροσώπων του Ε.Α.Μ. στην κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 1944 υπήρξε μια μικρή ανάπαυλα στην κρίση, που ενισχύεται με το Σύμφωνο της Καζέρτας και συμβάλλει στην ομαλή πορεία προς την επίσημη απελευθέρωση της χώρας τον Οκτώβριο του 1944. H περίοδος αυτή της ανάπαυλας είναι, οπωσδήποτε, συνέπεια αφενός της συνετής πρόθεσης των αντιπροσώπων του εαμικού κινήματος και του προσανατολισμού του προς την εθνική και κοινωνική αποκατάσταση της χώρας, αλλά αφετέρου, και κυρίως, συνιστά επιτυχία των ρυθμιστικών δεξιοτήτων και των αγαθών προθέσεων του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι μαρτυρίες από τα Αρχεία των Σοβιετικών Mυστικών Yπηρεσιών τεκμηριώνουν τις προθέσεις του κινήματος. Ο Πέτρος Ρούσος, σε πληροφοριακό κείμενό του προς το Κ.Κ. Βουλγαρίας και κατ' επέκταση προς την ηγεσία της Σοβιετικής Eνωσης, σχετικά αναφέρει: «Το κόμμα αντέδρασε διευρύνοντας και ενισχύοντας τον αγώνα για την ενότητα εναντίον του εχθρού [...]. Βασισμένοι στη γραμμή αυτή, συμμετάσχαμε στη διάσκεψη του Λιβάνου και αργότερα στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, κι αυτό παρά έναν αριθμό από δυσμενείς όρους που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της βρετανικής πολιτικής. Στην ίδια βάση υπεγράφη μια συμφωνία στην Καζέρτα από κοινού με τους Βρετανούς και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα για την προετοιμασία της εκδίωξης των Γερμανών από την χώρα. [...] Μπήκαμε στην κυβέρνηση Παπανδρέου στη βάση του δημοκρατικού προγράμματος της κυβέρνησης [...]. Δεν υπογράψαμε την συνθήκη για τη διάλυση των ανταρτικών σχηματισμών, δώσαμε όμως τη συγκατάθεσή μας για την οικοδόμηση ενός ενιαίου στρατού, που θα περιλαμβάνει τις ανταρτικές μας δυνάμεις» (σ. 208).
Παγίδες και αδιέξοδα
Iσως η ευτυχής ανάπαυλα να διαρκούσε ώς το τέλος, αν ο βρετανικός παράγων δεν επέμενε στην απόλυτη επιβολή στη χώρα μας μιας πολιτικής και ενός status έξωθεν εισαγομένων και υπαγορευομένων από τα βρετανικά και γενικότερα οικονομικά συμφέροντα του διεθνούς συστήματος. Αυτή η βρετανική πολιτική, που σε κάποια στιγμή ανάγκασε τον Παπανδρέου να αντιδράσει στην απαίτηση του Τσόρτσιλ για την άμεση μετάβαση του βασιλιά Γεωργίου στην Ελλάδα («Εφ' όσον το απαιτείτε να γίνει, αλλά υπό άλλον πρωθυπουργόν»), παγίδευσε τον ικανότατο άνδρα και δεξιοτέχνη πολιτικό, ώστε να εμπλακεί στο πολεμικό κλίμα που κατηύθυνε στην εμφυλιακή σύρραξη. Σε ένα κείμενο του πρωθυπουργού με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1944, αναφερόμενο στην άρνηση των υπουργών της Αριστεράς να υπογράψουν την αποστράτευση, υπογραμμίζεται: «Παραίτησις σημαίνει δυστυχώς απαρχή εμφυλίου πολέμου [...]. Θα υπερασπίσωμεν την Ελλάδα εναντίον των εσωτερικών της εχθρών». Και αλλού πάλι: «Η ευθύνη του εμφυλίου πολέμου, εις τον οποίον μας οδηγούν, είναι τραγική. Και το έθνος πρέπει να γνωρίζει ποίος έπταισεν». Πρόκειται για το κλίμα εκείνο που διαμορφώνει ο Τσόρτσιλ υπογραμμίζοντας προς τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα: «Δεν είναι καιρός διά πολιτικολογίας. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου: Να σωθή ή να μη σωθή η πρωτεύουσα των Αθηνών [...] Θέλω τον Παπανδρέου εις το πηδάλιον (Γ. Παπανδρέου ό.π., σσ. 220, 222, 230). Και η σύγκρουση επήλθε, με τις γνωστές συνέπειες του Δεκέμβρη: Τον Παπανδρέου παγιδευμένο και αδύναμο να αντιδράσει. Παγιδευμένο και το Ε.Α.Μ. στους μηχανισμούς του Κρεμλίνου για μία ακόμη τετραετία, έως ότου θυσιασθεί και ο τελευταίος αντάρτης στα βουνά της Ελλάδας. Παγιδευμένος και ο ελληνικός λαός στο κλίμα τρομοκρατίας που ακολούθησε τα γεγονότα. Παγιδευμένο και το δημοψήφισμα του 1946 για την παλινόρθωση της μοναρχίας, που διεξάγεται κατ' ουσίαν στο πλαίσιο εμφυλίου πολέμου. Τώρα ποιος «έπταισεν» για την κρίση και τις συνέπειες; Το Eθνος, ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια υπό το φως των πληροφοριών των αγγλικών και σοβιετικών αρχείων, πράγματι μαθαίνει, εκτιμά και αποδίδει ευθύνες. Γιατί άδικα, βέβαια, και οι υπεύθυνοι του εαμικού κινήματος και το Κ.Κ.Ε. και ο Γεώργιος Παπανδρέου έχουν χρεωθεί μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της χώρας στη νεότερη ιστορία της.
Πηγή: http://ellinikosemfilios.blogspot.gr/2012/05/k.html
Καθηγητής Πανεπιστημίου στη Nεότερη Iστορία
Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον Απρίλιο του 1944, με συγκεκριμένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα, με ελπίδες και υποσχέσεις και με τη συναίνεση των συμμάχων -κυρίως της Μ. Βρετανίας- και ακόμη, και το σημαντικότερο, με την απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις προσωπικές του δυνάμεις, που πάντοτε συνιστούσε το κύριο χαρακτηριστικό του, έφτανε στο Κάιρο, ούτε καθ' υποψίαν μπορούσε να συλλάβει την εμπλοκή του, μόλις μετά επτάμηνο, στο τραγικότερο ολοκαύτωμα της χώρας. Ούτε μπορούσε να φαντασθεί την κυνικότητα της βρετανικής διπλωματίας και συγκεκριμένα του συνεργάτη του και αρχιτέκτονα των πεπρωμένων της Ελλάδας, τη συγκεκριμένη εκείνη περίοδο (1943-1944), Ουίνστον Τσόρτσιλ, που κατά την κορύφωση της εμφυλιακής δεκεμβριανής κρίσης έδινε από τη βρετανική πρωτεύουσα την εντολή, εν ανάγκη, να φυλακισθεί ο πρωθυπουργός της χώρας προκειμένου να ολοκληρωθεί το σχέδιο επιβολής της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα, επιδικασμένη από τη σύσκεψη του Κρεμλίνου (9 προς 10 Δεκεμβρίου 1944) στη ζώνη επιρροής της Μ. Βρετανίας.
Σε ρόλο μοιραίο
Οι απόψεις αυτές και η προγενέστερη πολιτεία του πρωταρχηγού της παπανδρεϊκής «δυναστείας» (σύλληψή του από τις αρχές Κατοχής και φυλάκισή του στις φυλακές «Αβέρωφ» τον Μάρτιο του 1942, επαφές του με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μ. Ανατολής κ.ά.) τεκμηρίωσαν την άποψη των Συμμάχων ότι ήταν ο κατ' εξοχήν ικανότερος πολιτικός άνδρας να διαδραματίσει τον μεσολαβητικό και ρυθμιστικό ρόλο στο ανάστατο πολιτικό πεδίο της χώρας κατά την κρισιμότερη ώρα προς την απελευθέρωση. Η αναφορά του Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Δ΄, μετάφρ. Αντώνη Σαμαράκη, Αθήνα, σσ. 300-301) θεωρείται έγκυρη μαρτυρία: «Το τέλος της ανταρσίας [ενν. μερίδας των ελληνικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής] έδωσε μεγαλύτερη οξύτητα στην συγκρότηση μιας νέας κυβερνήσεως. Δεν υπήρχε η εντύπωση ότι ο [Σοφοκλής] Βενιζέλος ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για την αποστολή αυτήν, και ο Παπανδρέου, ο Αρχηγός του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τον οποίον είχαν ειδικά καλέσει από την Ελλάδα, τον αντικατέστησε στις 26 Απριλίου».
Υπήρξαν, λοιπόν, σαφείς οι πολιτικές θέσεις, οι προθέσεις και οι σχεδιασμοί του Γ. Παπανδρέου και γνώριμοι στις ηγεσίες των κομμάτων και των πολιτικών οργανώσεων της χώρας, πριν ακόμη ο αρχηγός του Δ.Σ.K. μεταβεί στο Κάιρο ως «σταυροφόρος της Εθνικής Ενώσεως», όπως ο ίδιος δηλώνει. Εξάλλου στα κείμενά του που απευθύνονται, πριν επίσης αναχωρήσει για το Κάιρο, προς το Κ.Κ.Ε. (10.12.1943), το Ε.Α.Μ. (15.12.1943) και τον πολιτικό κόσμο της χώρας, τέλος Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τον επιδιωκόμενο στόχο. Σε απαντητικό κείμενό του λ.χ. προς το Ε.Α.Μ. διευκρινίζει: «Oπως θα υπάρχη ΜΙΑ Κυβέρνηση, έτσι θα πρέπει να υπάρχη καί ΕΝΑ Αρχηγείο του Εθνικού Αγώνα, που θα υπακούη στην Εθνική Κυβέρνηση και θα συνεργάζεται με το Συμμαχικό Στρατηγείο [...]» (Γ. Παπανδρέου, ό.π., σ. 33).
Εκφράζεται, λοιπόν, από το 1943 εκ μέρους του μια πορεία χαρασσόμενη στο πλαίσιο, όπως φαίνεται, ειλημμένων αποφάσεων σε διεθνές επίπεδο, αλλά πορεία ξεκάθαρη, με κύριο γνώμονα τις «ζώνες επιρροής» των «μεγάλων» νικητών του πολέμου, γεγονός, βέβαια, που οριστικοποιείται αρκετούς μήνες αργότερα (Οκτώβριος 1944) στη γνωστή συνάντηση των Τσόρτσιλ και Στάλιν στο Κρεμλίνο. Ωστόσο, και παρά τη γνώση των δεδομένων, στην πρόταση του Γ. Παπανδρέου (Ιούλιος 1943) «Να επέλθη εγκαίρως πλήρης συνεννόησις της Κυβερνήσεως Καΐρου και των ενταύθα πολιτικών αρχηγών, όχι μόνο κατ' αρχήν αλλά και επί των συγκεκριμένων θεμάτων της συνθέσεως της πολιτικής και μετακατοχικής Οικουμενικής Κυβερνήσεως», η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε., τον Ιανουάριο του 1944, θα ανταποκριθεί με πνεύμα συνεργασίας: «Αγωνιζόμαστε ανεπιφύλαχτα στο πλευρό των μεγάλων συμμάχων μας -Σοβιετικής Ένωσης, Μ. Βρεττανίας, Ενωμένων Πολιτειών- [...]» (Το Κ.Κ.Ε., 10 Χρόνια Αγώνες (1935-1945, Αθήνα 1945, σ. 222). Αγαθές προθέσεις για τον ίδιο στόχο, στο πλαίσιο πάντοτε των προκαθορισμένων, εκφράζονται επίσης και εκ μέρους της Μ. Βρετανίας. Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, όπως προκύπτει από τα απομνημονεύματά του (ό.π., σσ. 294-295), απευθυνόμενος με επιστολή του (9.4.1944) στον Βρετανό πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση (Αίγυπτος), Λήπερ, μαρτυρεί αυτές τις προθέσεις, που παραπέμπουν σε ελπίδες και υποσχέσεις για την επιτυχή διεκπεραίωση της ελληνικής υπόθεσης: «Η μόνη μας επιθυμία και το μόνο μας συμφέρον είναι να δούμε την Ελλάδα να γίνεται ένδοξο και ελεύθερο έθνος στην Ανατολική Μεσόγειο, σύμμαχο των νικηφόρων δυνάμεων. [...] Η Ελλάς, όταν ο Γερμανός κατακτητής θα έχη εκδιωχθή, θα μπορή να είναι Δημοκρατία ή Μοναρχία, σύμφωνα με τη θέληση του λαού της». Και συμπληρώνοντας, βέβαια, ο Βρετανός πρωθυπουργός υπαινίσσεται το προκαθορισμένο πλαίσιο ανέλιξης των πολιτικών πραγμάτων στον ελλαδικό χώρο: «Aς εργασθούμε λοιπόν για να επιτύχωμεν τον σκοπόν αυτόν, και ας καταστήσωμε σε όλους σαφές ότι πάσα ένδειξις κακής διαγωγής θα τιμωρηθή ασφαλώς».
«Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, ένας Στρατός...»
Με αυτές τις προδιαγραφές σχηματίζεται στο Κάιρο, μετά την παραίτηση του Σοφοκλή Βενιζέλου, η υποτυπώδης κυβέρνηση των 30 ημερών (26 Απριλίου - 24 Μαΐου 1944), με πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ καθήκοντα υπουργών των άλλων υπουργείων είχαν ανατεθεί προσωρινά στους Γενικούς Διευθυντές. Κύριος στόχος της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού: Η συγκρότηση «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν όλων των πολιτικών κομμάτων και των εθνικών απελευθερωτικών δυνάμεων» της χώρας, με βασικό σύνθημα: «Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, ένας Στρατός», πρωταρχική δε και αγωνιώδης μέριμνα: «Η ενοποίησις και πειθάρχησις, υπό τας διαταγάς της Ενιαίας Κυβερνήσεως, όλων των ανταρτικών σωμάτων της Ελευθέρας Ελλάδος», «Η κατάργησις της τρομοκρατίας εις την ελληνικήν ύπαιθρον» και «Η εξασφάλισις [...] της τάξεως και της Ελευθερίας του Ελληνικού Λαού, εις τρόπον ώστε, απηλλαγμένος και υλικής και ψυχολογικής βίας, ν' αποφασίση κυριάρχως και διά το Πολίτευμα και διά το Κοινωνικόν Καθεστώς και διά την Κυβέρνησιν της αρεσκείας του» (Γ. Παπανδρέου, ό.π., σσ. 54-55).
Στον Λίβανο (17-20 Μαΐου 1944), στο μεγάλο συνέδριο των αντιπροσώπων των πολιτικών κομμάτων και των αγωνιζομένων οργανώσεων, υπό την προεδρία του νέου πρωθυπουργού της χώρας, μέσα από πολύωρες συζητήσεις και τις σχετικές προτάσεις, αναδύεται η ελπίδα της συμφωνίας. Το Εθνικό Συμβόλαιο, κείμενο-πρόταση του πρωθυπουργού, αποτελούμενο από οκτώ κεφάλαια, υπογράφεται από το σύνολο των αντιπροσώπων και ο Γεώργιος Παπανδρέου, έμπλεος χαράς για την αίσια περαίωση της βασικής πράξης για την περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων, απευθυνόμενος προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αντιπροσώπους, θα υπογραμμίσει: «Η αποστολή μου έληξε. Επανερχόμενος εις Κάιρον θα ανακοινώσω εις τον Βασιλέα ότι είμαι ευτυχής, διότι η εντολή την οποίαν έλαβον ευωδώθη κατά τόσον αίσιον τρόπον και θα υποβάλω την παραίτησίν μου. Η πρωτοβουλία διά τον σχηματισμόν της νέας Κυβερνήσεως θα ανήκη εις τον Ανώτατον Aρχοντα. [...] Την στιγμήν όμως αυτήν, η οποία είναι πράγματι ιστορική, απευθυνόμενος προς υμάς, έχω την χαράν και το δικαίωμα να διακηρύξω ότι η Ελληνική Ηγεσία κατέστη ανταξία του Λαού. Πραγματοποιούντες την Εθνικήν Eνωσιν εξήρθητε εις το ύψος του Ελληνικού Λαού, του Hρωος και του Μάρτυρος [...].Υπήρξατε άξιοι της Ελλάδος. Είμαι ευτυχής διά την ευόδωσιν του έργου μας. Και διά να πανηγυρίσωμεν εις την ιστορικήν αυτήν ώραν σας παρακαλώ να αναφωνήσωμε: Ζήτω η αιωνία Ελλάς» (Γ. Παπανδρέου, ό.π., σσ. 79-80).
Δεν φαίνεται μικρότερη η συγκίνηση και των μελών του μνημειώδους Συνεδρίου. Στο επίσημο ανακοινωθέν που εκδίδεται στη Βηρυτό (21.5.1944) χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται: «Αφού υπέγραψαν όλοι οι αντιπρόσωποι, ανεξαιρέτως, εν μέσω γενικών χειροκροτημάτων εξέφρασαν τον θαυμασμόν των προς τον Eλληνα πρωθυπουργόν διά την ικανότητα με την οποίαν διηύθυνε το έργον της διασκέψεως, το οποίον ωδήγησεν εις την επίτευξιν της Εθνικής Ενότητος. Κατά την λήξιν της συνεδριάσεως όλοι οι αντιπρόσωποι, όρθιοι, εκράτησαν σιγήν ενός λεπτού εις μνήμην των νεκρών του πολέμου και των τραγικών αλληλοκτόνων ταραχών· κατόπιν εζητωκραύγασαν υπέρ του Eθνους και των Συμμάχων» (ό.π., σ. 82).
«Γνωρίζομεν τι μας ζητούν...»
Φρούδες ελπίδες... Από το τέλος Ιουνίου 1944 ώς τον αιματοβαμμένο Δεκέμβρη, μέσα από τις επίμονες διπλωματικές διεργασίες αναδεικνύεται η μοιραία πάλη. Το όραμα του εαμικού κινήματος προβάλλει δειλά, αλλά σταθερά, αντιμέτωπο στην αναδυόμενη προπολεμική καθεστηκυία τάξη. Ο Γεώργιος Παπανδρέου στο μετερίζι της φιλελεύθερης συντηρητικής πολιτικής του (και πολιτικής, οπωσδήποτε, των βρετανικών στόχων) δέχεται τις έντονες αντιδράσεις των δυνάμεων του Κ.Κ.Ε., του Ε.Α.Μ. και της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Αντίστασης (Π.Ε.Ε.Α.). Στην προσπάθειά του για τη συμμετοχή αντιπροσώπων τούτων των δυνάμεων στη σχηματιζόμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως δέχεται τα τηλεγραφήματα αμφισβήτησης και υποβολής όρων των στελεχών του κινήματος Πορφυρογένη, Σαράφη, Μπακιρτζή, Χατζή και Σιάντου. Το τηλεγράφημα των τριών τελευταίων, οι οποίοι εκπροσωπούν την Π.Ε.Ε.Α (Πολιτική Eπιτροπή Eθνικής Aπελευθέρωσης), το Κ.Κ.Ε. και το Ε.Α.Μ., απευθυνόμενο προς τους απεσταλμένους τους στο Κάιρο για τις διαπραγματεύσεις, αναδεικνύει την ένταση της αναδυόμενης πάλης και μεταθέτει σε άλλο επίπεδο τις θέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου. Στην πρόκληση «εάν οι όροι μας γίνουν δεκτοί, μηνύσατέ μας όπως στείλωμεν ομάδα υπουργών, αν όχι, παρακαλούμε διακόψατε διαπραγματεύσεις και επιστρέψατε», ο πρωθυπουργός της σχηματιζόμενης κυβέρνησης, εντεταλμένος για την πορεία προς την προκαθορισμένη λύση, θα δώσει το έναυσμα προς τη μοιραία (και προσχεδιασμένη από τη Βρετανία για την τελική κάθαρση) σκλήρυνση της πολιτικής θέσης του: «Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνομεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα! Μας ζητούν να παραδώσωμεν την Ελλάδα. Αρνούμεθα!» (ό.π., σ.117).
Από εδώ και πέρα οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Γεωργίου Παπανδρέου για την πραγμάτωση του οράματός του, την απόλυτη συμφωνία των δυνάμεων της χώρας και την αναίμακτη έξοδο από οποιαδήποτε εμφανιζόμενη κρίση, εμπλεκόμενες στη μέγγενη των εκατέρωθεν πιέσεων (του Ε.Α.Μ. και της πολιτικής της Βρετανίας) θα έχουν ως συνέπεια τις εκάστοτε διακυμάνσεις. Η είσοδος των αντιπροσώπων του Ε.Α.Μ. στην κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 1944 υπήρξε μια μικρή ανάπαυλα στην κρίση, που ενισχύεται με το Σύμφωνο της Καζέρτας και συμβάλλει στην ομαλή πορεία προς την επίσημη απελευθέρωση της χώρας τον Οκτώβριο του 1944. H περίοδος αυτή της ανάπαυλας είναι, οπωσδήποτε, συνέπεια αφενός της συνετής πρόθεσης των αντιπροσώπων του εαμικού κινήματος και του προσανατολισμού του προς την εθνική και κοινωνική αποκατάσταση της χώρας, αλλά αφετέρου, και κυρίως, συνιστά επιτυχία των ρυθμιστικών δεξιοτήτων και των αγαθών προθέσεων του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι μαρτυρίες από τα Αρχεία των Σοβιετικών Mυστικών Yπηρεσιών τεκμηριώνουν τις προθέσεις του κινήματος. Ο Πέτρος Ρούσος, σε πληροφοριακό κείμενό του προς το Κ.Κ. Βουλγαρίας και κατ' επέκταση προς την ηγεσία της Σοβιετικής Eνωσης, σχετικά αναφέρει: «Το κόμμα αντέδρασε διευρύνοντας και ενισχύοντας τον αγώνα για την ενότητα εναντίον του εχθρού [...]. Βασισμένοι στη γραμμή αυτή, συμμετάσχαμε στη διάσκεψη του Λιβάνου και αργότερα στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, κι αυτό παρά έναν αριθμό από δυσμενείς όρους που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της βρετανικής πολιτικής. Στην ίδια βάση υπεγράφη μια συμφωνία στην Καζέρτα από κοινού με τους Βρετανούς και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα για την προετοιμασία της εκδίωξης των Γερμανών από την χώρα. [...] Μπήκαμε στην κυβέρνηση Παπανδρέου στη βάση του δημοκρατικού προγράμματος της κυβέρνησης [...]. Δεν υπογράψαμε την συνθήκη για τη διάλυση των ανταρτικών σχηματισμών, δώσαμε όμως τη συγκατάθεσή μας για την οικοδόμηση ενός ενιαίου στρατού, που θα περιλαμβάνει τις ανταρτικές μας δυνάμεις» (σ. 208).
Παγίδες και αδιέξοδα
Iσως η ευτυχής ανάπαυλα να διαρκούσε ώς το τέλος, αν ο βρετανικός παράγων δεν επέμενε στην απόλυτη επιβολή στη χώρα μας μιας πολιτικής και ενός status έξωθεν εισαγομένων και υπαγορευομένων από τα βρετανικά και γενικότερα οικονομικά συμφέροντα του διεθνούς συστήματος. Αυτή η βρετανική πολιτική, που σε κάποια στιγμή ανάγκασε τον Παπανδρέου να αντιδράσει στην απαίτηση του Τσόρτσιλ για την άμεση μετάβαση του βασιλιά Γεωργίου στην Ελλάδα («Εφ' όσον το απαιτείτε να γίνει, αλλά υπό άλλον πρωθυπουργόν»), παγίδευσε τον ικανότατο άνδρα και δεξιοτέχνη πολιτικό, ώστε να εμπλακεί στο πολεμικό κλίμα που κατηύθυνε στην εμφυλιακή σύρραξη. Σε ένα κείμενο του πρωθυπουργού με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1944, αναφερόμενο στην άρνηση των υπουργών της Αριστεράς να υπογράψουν την αποστράτευση, υπογραμμίζεται: «Παραίτησις σημαίνει δυστυχώς απαρχή εμφυλίου πολέμου [...]. Θα υπερασπίσωμεν την Ελλάδα εναντίον των εσωτερικών της εχθρών». Και αλλού πάλι: «Η ευθύνη του εμφυλίου πολέμου, εις τον οποίον μας οδηγούν, είναι τραγική. Και το έθνος πρέπει να γνωρίζει ποίος έπταισεν». Πρόκειται για το κλίμα εκείνο που διαμορφώνει ο Τσόρτσιλ υπογραμμίζοντας προς τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα: «Δεν είναι καιρός διά πολιτικολογίας. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου: Να σωθή ή να μη σωθή η πρωτεύουσα των Αθηνών [...] Θέλω τον Παπανδρέου εις το πηδάλιον (Γ. Παπανδρέου ό.π., σσ. 220, 222, 230). Και η σύγκρουση επήλθε, με τις γνωστές συνέπειες του Δεκέμβρη: Τον Παπανδρέου παγιδευμένο και αδύναμο να αντιδράσει. Παγιδευμένο και το Ε.Α.Μ. στους μηχανισμούς του Κρεμλίνου για μία ακόμη τετραετία, έως ότου θυσιασθεί και ο τελευταίος αντάρτης στα βουνά της Ελλάδας. Παγιδευμένος και ο ελληνικός λαός στο κλίμα τρομοκρατίας που ακολούθησε τα γεγονότα. Παγιδευμένο και το δημοψήφισμα του 1946 για την παλινόρθωση της μοναρχίας, που διεξάγεται κατ' ουσίαν στο πλαίσιο εμφυλίου πολέμου. Τώρα ποιος «έπταισεν» για την κρίση και τις συνέπειες; Το Eθνος, ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια υπό το φως των πληροφοριών των αγγλικών και σοβιετικών αρχείων, πράγματι μαθαίνει, εκτιμά και αποδίδει ευθύνες. Γιατί άδικα, βέβαια, και οι υπεύθυνοι του εαμικού κινήματος και το Κ.Κ.Ε. και ο Γεώργιος Παπανδρέου έχουν χρεωθεί μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της χώρας στη νεότερη ιστορία της.
Πηγή: http://ellinikosemfilios.blogspot.gr/2012/05/k.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου